Panocha είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /paˈno.tʃa/
Η λέξη panocha χρησιμοποιείται σε διάφορες ισπανόφωνες χώρες, όπως η Κολομβία, η Κόστα Ρίκα, η Χιλή και το Μεξικό. Ειδικότερα, αναφέρεται σε ένα παραδοσιακό γλυκό ή σε προϊόντα που περιέχουν μπισκότο ή γλυκίσματα φτιαγμένα από ζάχαρη και καλαμπόκι.
Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, κυρίως στον προφορικό λόγο και στη λαϊκή κουζίνα, ενώ λιγότερο στον γραπτό λόγο.
Μου αρέσει πολύ η γλυκιά πανόχα που φτιάχνουν στο χωριό μου.
La panocha es un postre tradicional durante las fiestas.
Η λέξη panocha μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις ή φράσεις που σχετίζονται με γλυκά ή τοπικές παραδόσεις.
Να φάμε πανόχα, γιατί η ζωή είναι βραχύβια.
En casa de mi abuela, siempre hay panocha para los visitantes.
Στο σπίτι της γιαγιάς μου, πάντα υπάρχουν πανόχες για τους επισκέπτες.
Cuando hay fiesta, la panocha no puede faltar.
Όταν είναι γιορτή, η πανόχα δεν μπορεί να λείπει.
Esa panocha tiene un sabor único que me recuerda a mi infancia.
Η προέλευση της λέξης panocha φαίνεται να προέρχεται από το ισπανικό pano που αναφέρεται σε ένα τούλι ή ύφασμα, καθώς και από την λέξη apanachado που αναφέρεται σε σκεύασμα ή γλυκό που περιβάλλεται από κάτι. Ωστόσο, η ακριβής ετυμολογία μπορεί να διαφέρει ανάλογα με την περιοχή.
Συνώνυμα: - Dulce (γλυκό) - Postre (επιδόρπιο)
Αντώνυμα: - Salado (αλμυρό) - Amargo (πικρό)