Η λέξη "pantalla" είναι ουσιαστικό.
/panˈtaʎa/
Η λέξη "pantalla" αναφέρεται σε μια οθόνη ή ένα πάνελ, συνήθως για απεικόνιση εικόνας, όπως σε υπολογιστές, τηλεοράσεις ή κινητές συσκευές. Χρησιμοποιείται ευρέως τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συχνότητα στην τεχνολογία και τον τομέα της πληροφορικής.
La pantalla de mi computadora es muy grande.
(Η οθόνη του υπολογιστή μου είναι πολύ μεγάλη.)
Necesito una pantalla nueva para mi televisión.
(Χρειάζομαι μια νέα οθόνη για την τηλεόρασή μου.)
La presentación se verá en la pantalla de la sala.
(Η παρουσίαση θα εμφανιστεί στην οθόνη της αίθουσας.)
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "pantalla" χρησιμοποιείται επίσης σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Este videojuego tiene una opción de pantalla partida.
(Αυτό το βιντεοπαιχνίδι έχει επιλογή οθόνης χωρισμένης.)
Estar frente a la pantalla
(Βρίσκομαι μπροστά στην οθόνη.)
No es bueno estar frente a la pantalla todo el día.
(Δεν είναι καλό να είσαι μπροστά στην οθόνη όλη μέρα.)
Pantalla verde
(Είναι η πράσινη οθόνη που χρησιμοποιείται για ειδικά εφέ.)
Η λέξη "pantalla" προέρχεται από το λατινικό "pantalonem," που σημαίνει "σκιά" ή "δίχτυ".
Συνώνυμα: - visualizador - monitor
Αντώνυμα: - opacidad (απροσαρμοσία) - invisibilidad (αόρατο)