Pantanoso είναι επιθήμιο (επίθετο).
/pan.taˈnoso/
Η λέξη pantanoso χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι γεμάτο βάλτους ή βάλτους, δηλαδή λασπώδες, επικίνδυνο ή ασταθές. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει το έδαφος ή τις συνθήκες στους οποίους η κίνηση είναι δύσκολη ή επικίνδυνη. Αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στις δύο γλώσσες, έχει την τάση να χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα που περιγράφουν τοπίο ή φυσικά φαινόμενα.
Ο δρόμος ήταν βαλτώδης μετά τη βροχή.
Debido a las lluvias, el terreno es muy pantanoso.
Η λέξη pantanoso δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε ορισμένες φράσεις για να περιγράψει καταστάσεις ή συνθήκες.
Να βρίσκεσαι σε βαλτώδη έδαφος. (χρησιμοποιούμενη ως μετάφραση για μια κατάσταση αβεβαιότητας ή δυσκολίας).
Metirse en un asunto pantanoso.
Να μπλέκεσαι σε ένα βαλτώδες ζήτημα. (συχνά αναφέρεται στην εμπλοκή σε περίπλοκες ή δύσκολες υποθέσεις).
Las negociaciones resultaron pantanosas.
Η λέξη pantanoso προέρχεται από το "pántano" που σημαίνει "βάλτος", το οποίο έχει λατινικές καταβολές, πιθανόν από το "palus" που σημαίνει "βάλτος".
cenagoso (βάλτωδης)
Αντώνυμα: