Η λέξη "pantorrilla" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/pantoˈriʎa/
Η λέξη "pantorrilla" αναφέρεται στο πίσω μέρος του κάτω ποδιού ενός ανθρώπου, δηλαδή τη γάμπα. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται τόσο σε ιατρικά κείμενα όσο και στον καθημερινό λόγο. Χρησιμοποιείται συχνά στην ιατρική προκειμένου να περιγραφούν προβλήματα ή καταστάσεις που σχετίζονται με αυτήν την περιοχή του σώματος.
Η λέξη "pantorrilla" χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε ιατρικά ή ανατομικά κείμενα. Στον προφορικό λόγο, είναι επίσης κοινή, ιδιαίτερα σε συζητήσεις που αφορούν την ανατομία ή σωματικά προβλήματα.
La pantorrilla se ha inflamado debido a la contusión.
(Η γάμπα έχει φουσκώσει λόγω του μώλωπα.)
Me duele la pantorrilla después de correr.
(Με πονάει η γάμπα μετά από τρέξιμο.)
Η λέξη "pantorrilla" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε περιπτώσεις που σχετίζονται με τον πόνο ή τραυματισμούς στην περιοχή:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει υποστεί μια ξαφνική ή σοβαρή καταπόνηση.
Me está doliendo la pantorrilla como si hubiera sido golpeada.
(Με πονάει η γάμπα σαν να έχει χτυπηθεί.)
Η λέξη "pantorrilla" προέρχεται από τη λατινική λέξη "pantorilla", η οποία είναι μια παραλλαγή του "panto" που σημαίνει "ο πίσω χώρος της γάμπας".
pierna (πόδι, γενικά)
Αντώνυμα:
Η λέξη "pantorrilla" σχετίζεται κυρίως με την ανατομία του κάτω ποδιού και τα προβλήματα που ενδέχεται να προκύψουν σε αυτήν την περιοχή.