Η λέξη "pantufla" είναι ουσιαστικό (sustantivo) θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "pantufla" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /panˈtuf.la/.
Η λέξη "pantufla" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "παντόφλα".
Η λέξη "pantufla" αναφέρεται σε ένα είδος υποδήματος που συνήθως φοριέται στο σπίτι και είναι συνήθως μαλακό και άνετο. Οι παντόφλες χρησιμοποιούνται κυρίως για να κρατούν τα πόδια ζεστά και άνετα εντός του σπιτιού.
Η λέξη "pantufla" χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συνομιλίες και σε περισσότερες άτυπες ή οικιακές επικοινωνίες. Αποτελεί κομμάτι της καθημερινής γλώσσας και είναι πιο κοινή στον προφορικό λόγο παρά στο γραπτό πλαίσιο.
Las pantuflas que compré son muy cómodas.
(Οι παντόφλες που αγόρασα είναι πολύ άνετες.)
Cuando llego a casa, siempre me pongo mis pantuflas.
(Όταν φτάνω σπίτι, πάντα βάζω τις παντόφλες μου.)
Ella tiene muchas pantuflas de diferentes colores.
(Αυτή έχει πολλές παντόφλες σε διαφορετικά χρώματα.)
Η λέξη "pantufla" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρείτε κάποιες σχετικές αναφορές σε άτυπες εκφράσεις που υποδηλώνουν άνεση ή χαλάρωση:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση άνεσης ή χαλάρωσης.
Regresar a casa y quitarse los zapatos para ponerse las pantuflas.
(Να επιστρέφεις σπίτι και να βγάζεις τα παπούτσια για να βάλεις τις παντόφλες.)
Η λέξη "pantufla" προέρχεται από το ισπανικό "pantoufle", το οποίο έχει γαλλικές ρίζες και συνδέεται με τη λέξη "pantoufle" στην γαλλική γλώσσα, που αναφέρεται σε μια παρόμοια μορφή υποδήματος.
Συνώνυμα:
- zapatilla (παπούτσι άθλησης / παντόφλα)
Αντώνυμα:
- zapato (παπούτσι)
Αυτή είναι η ανάλυση για τη λέξη "pantufla", όπως ζητήθηκε.