Η λέξη "papel" είναι ουσιαστικό.
/paˈpel/
Η λέξη "papel" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφέρεται σε μια επίπεδη, λεπτή, ινώδη επιφάνεια που προέρχεται από φυτικές πηγές, χρησιμοποιούμενη για γράψιμο ή εκτύπωση (χαρτί). Στον τομέα του θεάτρου και των τεχνών, "papel" μπορεί να αναφέρεται στον ρόλο που παίζει κάποιος σε μια παράσταση. Η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με τη διοίκηση, την εκπαίδευση και τις τέχνες.
El papel es necesario para imprimir documentos.
(Το χαρτί είναι απαραίτητο για να εκτυπώσετε έγγραφα.)
En la obra, él tiene un papel muy importante.
(Στην παράσταση, αυτός έχει έναν πολύ σημαντικό ρόλο.)
Tener un papel secundario.
(Να έχεις δευτερεύοντα ρόλο.)
Η χρήση αυτής της έκφρασης υποδηλώνει ότι κάποιος δεν είναι ο κύριος ή πιο σημαντικός παίκτης σε μια κατάσταση.
Papel de carta.
(Χαρτί επιστολής.)
Αναφέρεται σε ειδικό χαρτί που χρησιμοποιείται για να γράφεις γράμματα ή σημειώσεις.
Cambiar de papel.
(Να αλλάξεις ρόλο.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία του να αλλάξεις τη θέση ή τον ρόλο σου σε μια κατάσταση ή εργασία.
Η λέξη "papel" προέρχεται από την λατινική λέξη "papyrus", που αναφέρεται στο φυτό πάπυρος από το οποίο παράγεται ένα πρώιμο είδος χαρτιού.