Το "papeleo" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [pa.peˈleo]
Η λέξη "papeleo" αναφέρεται γενικά στη διαδικασία ή την κατάσταση που σχετίζεται με την γραφειοκρατία και τις διαδικασίες που απαιτούνται για τη διαχείριση εγγράφων. Χρησιμοποιείται ώστε να περιγράψει συνθήκες που σχετίζονται με την υπερβολική γραφειοκρατία, συνήθως στην εργασία ή στις δημόσιες υπηρεσίες. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτό πλαίσιο.
El papeleo para la visa es muy complicado.
(Η χαρτούρα για την βίζα είναι πολύ περίπλοκη.)
No me gusta el papeleo que requiere mi trabajo.
(Δεν μου αρέσει η γραφειοκρατία που απαιτεί η δουλειά μου.)
Η λέξη "papeleo" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν την επώδυνη διαδικασία που σχετίζεται με τη γραφειοκρατία.
Hacer papeleo es una pérdida de tiempo.
(Η διαδικασία της χαρτούρας είναι απώλεια χρόνου.)
Siempre hay papeleo para resolver en la oficina.
(Πάντα υπάρχουν έγγραφα να διευθετηθούν στο γραφείο.)
El papeleo nunca termina en el gobierno.
(Η γραφειοκρατία δεν τελειώνει ποτέ στην κυβέρνηση.)
Me siento abrumado por el papeleo.
(Αισθάνομαι καταβεβλημένος από την γραφειοκρατία.)
El papeleo es un mal necesario en la administración.
(Η γραφειοκρατία είναι ένα κακό απαραίτητο στην διοίκηση.)
Η λέξη "papeleo" προέρχεται από το "papel", που σημαίνει "χαρτί" στα Ισπανικά, και το κατάληξη "-eo", που υποδηλώνει μια διαδικασία ή κατάσταση.
Συνώνυμα: - burocracia (γραφειοκρατία) - trámites (διαδικασίες)
Αντώνυμα: - eficiencia (αποτελεσματικότητα) - agilidad (ευκινησία)