Η λέξη "papeles" είναι ουσιαστικό και στον πληθυντικό αριθμό.
/papeˈles/
Η λέξη "papeles" στα Ισπανικά αναφέρεται σε έγγραφα ή χαρτιά γενικώς. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως νομικά έγγραφα, διοικητική γραφειοκρατία ή καθημερινές σημειώσεις. Είναι μια κοινή λέξη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μεγάλη συχνότητα χρήσης.
Τα έγγραφα της συνάντησης είναι πάνω στο τραπέζι.
Necesito organizar mis papeles antes de enviar la solicitud.
Η λέξη "papeles" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν παραδείγματα:
(Χρησιμοποιείται όταν κάποιος είναι επίσημα αναγνωρισμένος ή καταγεγραμμένος σε κάποιο πλαίσιο.)
Poner los papeles en orden.
(Μπορεί να αναφέρεται στην οργάνωση των εγγράφων ή να εννοεί την οργάνωση γενικά της κατάστασης.)
No hay papeles que valgan.
(Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι δεν έχει αξία ή σημασία.)
Hacer papeles.
Η λέξη "papel" (χαρτί) προέρχεται από το λατινικό "papyrus", που σημαίνει παπύρος, το οποίο ήταν το υλικό που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα για τη γραφή.