Η λέξη "papilla" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/pəˈpi.ʎa/
Η λέξη "papilla" αναφέρεται σε μικρές προεξοχές ή δομές που μοιάζουν με θηλές. Στον τομέα της βοτανικής, μπορεί να αναφέρεται σε μικρές προεξοχές στα φυτά. Στην ιατρική, χρησιμοποιείται για να περιγράψει μικρές ανατομικές δομές σε διάφορα όργανα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή στην επιστημονική και ιατρική γλώσσα, ενώ μπορεί να χρησιμοποιείται και στον καθημερινό λόγο, ανάλογα με το πλαίσιο.
La papilla gustativa es responsable del sentido del gusto.
(Η γευστική θηλή είναι υπεύθυνη για την αίσθηση της γεύσης.)
En la planta, la papilla se encuentra en el extremo de los tallos.
(Στο φυτό, η θηλή βρίσκεται στην άκρη των στελεχών.)
La inflamación de la papilla en el ojo puede causar problemas de visión.
(Η φλεγμονή της θηλής στο μάτι μπορεί να προκαλέσει προβλήματα όρασης.)
Tener una papilla en el dedo - σημαίνει να έχει κάποιος μια μικρή πληγή ή κάλεσμα στο δάχτυλο.
(Να έχεις μια θηλή στο δάχτυλο σημαίνει να έχεις μια μικρή πληγή ή κάλεσμα στο δάχτυλο.)
Papilla de maíz - αναφέρεται σε ένα είδος παρασκευής από καλαμπόκι, συχνά σε φαγητά της Λατινικής Αμερικής.
(Θηλή από καλαμπόκι αναφέρεται σε ένα είδος παρασκευής από καλαμπόκι.)
Η λέξη "papilla" προέρχεται από τη λατινική λέξη "papilla", που σημαίνει «θηλή» ή «μικρή θηλή».
Συνώνυμα:
- θηλή
- χιλία
Αντώνυμα:
- επίπεδο
- λείο