Η λέξη "par" είναι προσδιοριστής (preposición) στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "par" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι [paɾ].
Η λέξη "par" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - "για" - "ως" - "επ`ευκαιρία"
Η λέξη "par" χρησιμοποιείται συχνά στο ισπανικό λεξιλόγιο για να δηλώσει κάτι που δρα σαν μέτρο σύγκρισης (π.χ. "να συνδεθεί με κάτι" ή να δώσει έμφαση σε ένα συγκεκριμένο σημείο). Χρησιμοποιείται ευρέως σε οικονομικά, νομικά και τεχνικά κείμενα.
Η λέξη "par" έχει καλή συχνότητα χρήσης και μπορεί να συναντήσουμε περισσότερα σε γραπτό περιβάλλον, αν και χρησιμοποιείται και στην προφορική γλώσσα, ιδιαίτερα σε επίσημα συμφραζόμενα.
Το κόστος του έργου υπολογίστηκε με βάση τον δείκτη αναφοράς.
El interés se fija en función del par de tasas del mercado.
Το επιτόκιο καθορίζεται ανάλογα με τα ποσοστά της αγοράς.
Este contrato está basado en el par de condiciones establecidas.
Η λέξη "par" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Να επιδιώκεις ένα συγκεκριμένο στόχο.
Crear un par.
Να δημιουργείς συνθήκες συνεργασίας.
Jugar a pares.
Να συμμετέχεις σε ομάδα.
Ser un par.
Η λέξη "par" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "paris," που σημαίνει "ίδιος" ή "ισάξιος". Η χρήση της έχει διατηρηθεί και εξελιχθεί μέσα από τον χρόνο στις ρομανικές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένου και του ισπανικού.
Συνώνυμα: - "igual" (ίσος) - "mismo" (ίδιο)
Αντώνυμα: - "desigual" (ανόμοιος) - "diferente" (διαφορετικός)