par - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

par (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "par" είναι προσδιοριστής (preposición) στην ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "par" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι [paɾ].

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "par" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - "για" - "ως" - "επ`ευκαιρία"

Σημασία της λέξης

Η λέξη "par" χρησιμοποιείται συχνά στο ισπανικό λεξιλόγιο για να δηλώσει κάτι που δρα σαν μέτρο σύγκρισης (π.χ. "να συνδεθεί με κάτι" ή να δώσει έμφαση σε ένα συγκεκριμένο σημείο). Χρησιμοποιείται ευρέως σε οικονομικά, νομικά και τεχνικά κείμενα.

Χρήση στη γλώσσα του Ισπανικά

Η λέξη "par" έχει καλή συχνότητα χρήσης και μπορεί να συναντήσουμε περισσότερα σε γραπτό περιβάλλον, αν και χρησιμοποιείται και στην προφορική γλώσσα, ιδιαίτερα σε επίσημα συμφραζόμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El costo del proyecto fue calculado en función del par de referencias.
  2. Το κόστος του έργου υπολογίστηκε με βάση τον δείκτη αναφοράς.

  3. El interés se fija en función del par de tasas del mercado.

  4. Το επιτόκιο καθορίζεται ανάλογα με τα ποσοστά της αγοράς.

  5. Este contrato está basado en el par de condiciones establecidas.

  6. Αυτή η σύμβαση βασίζεται σε ένα σύνολο καθορισμένων όρων.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "par"

Η λέξη "par" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. Ir por el par.
  2. Να κάνεις κάτι για να παρακινήσεις ή να ενθαρρύνεις κάποιον.
  3. Να επιδιώκεις ένα συγκεκριμένο στόχο.

  4. Crear un par.

  5. Να φτιάχνεις μια σχέση ή συνεργασία με έναν άλλον.
  6. Να δημιουργείς συνθήκες συνεργασίας.

  7. Jugar a pares.

  8. Να παίζεις σε συνδυασμούς ή να συνεργάζεσαι.
  9. Να συμμετέχεις σε ομάδα.

  10. Ser un par.

  11. Να θεωρείσαι ίσος ή συνεργάτης σε κάποιον τομέα.
  12. Να είσαι μέρος ενός συγκεκριμένου κύκλου ή ομάδας.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "par" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "paris," που σημαίνει "ίδιος" ή "ισάξιος". Η χρήση της έχει διατηρηθεί και εξελιχθεί μέσα από τον χρόνο στις ρομανικές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένου και του ισπανικού.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - "igual" (ίσος) - "mismo" (ίδιο)

Αντώνυμα: - "desigual" (ανόμοιος) - "diferente" (διαφορετικός)



22-07-2024