paralelo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

paralelo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ο όρος "paralelo" είναι ένα επίθετο (adj) και επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό (sust).

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "paralelo" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /paɾaˈlelo/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "paralelo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι παράλληλο ή έχει την ίδια κατεύθυνση χωρίς να συναντάει άλλο. Συχνά χρησιμοποιείται σε γεωγραφικό ή μαθηματικό πλαίσιο, αλλά έχει χρησιμοποιηθεί και σε άλλους τομείς.

Η συχνότητα χρήσης της λέξης "paralelo" είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο, ειδικά στους τομείς της γεωγραφίας και των επιστημών.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El Ecuador es un paralelo que divide la Tierra en dos hemisferios.
  2. (Η Ισημερινή γραμμή είναι ένα παράλληλο που διαιρεί τη γη σε δύο ημισφαίρια.)

  3. Los dos ríos fluyen en paralelo a lo largo de la montaña.

  4. (Οι δύο ποταμοί ρέουν παράλληλα κατά μήκος του βουνού.)

  5. En geometría, dos líneas paralelas nunca se cruzan.

  6. (Στη γεωμετρία, δύο παράλληλες γραμμές ποτέ δεν συναντιούνται.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος "paralelo" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες συχνά περιλαμβάνουν έννοιες συνεργασίας ή ομοιότητας.

  1. Vivir en paralelo
  2. (Να ζεις παράλληλα): σημαίνει να ζεις σε συνδυασμό ή ταυτόχρονα με κάποιον ή κάτι άλλο.
  3. Εννοιολογική χρήση: Las dos historias viven en paralelo a lo largo de la novela.

    • (Οι δύο ιστορίες ζουν παράλληλα κατά τη διάρκεια του μυθιστορήματος.)
  4. Dos caminos paralelos

  5. (Δύο παράλληλοι δρόμοι): αναφέρεται σε δύο καταστάσεις ή επιλογές που εξελίσσονται σε συνδυασμό.
  6. Εννοιολογική χρήση: En la vida, a menudo tomamos dos caminos paralelos que nos llevan a diferentes destinos.

    • (Στη ζωή, συχνά ακολουθούμε δύο παράλληλους δρόμους που μας οδηγούν σε διαφορετικούς προορισμούς.)
  7. Paralelo a los eventos

  8. (Παράλληλα με τα γεγονότα): σημαίνει ότι κάτι συμβαίνει ταυτόχρονα ή σε σχέση με άλλα γεγονότα.
  9. Εννοιολογική χρήση: El proyecto se desarrolló paralelo a los eventos históricos significativos.
    • (Το έργο αναπτύχθηκε παράλληλα με σημαντικά ιστορικά γεγονότα.)

Ετυμολογία

Η λέξη "paralelo" προέρχεται από το ελληνικό "παράλληλος" (parállelos), που έχει την ίδια σημασία.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - igual (ίδιος) - semejante (παρόμοιος)

Αντώνυμα: - perpendicular (κατακόρυφος) - divergente (αποκλίνων)



23-07-2024