Ο όρος "paralelo" είναι ένα επίθετο (adj) και επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό (sust).
Η φωνητική μεταγραφή του "paralelo" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /paɾaˈlelo/.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "paralelo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι παράλληλο ή έχει την ίδια κατεύθυνση χωρίς να συναντάει άλλο. Συχνά χρησιμοποιείται σε γεωγραφικό ή μαθηματικό πλαίσιο, αλλά έχει χρησιμοποιηθεί και σε άλλους τομείς.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "paralelo" είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο, ειδικά στους τομείς της γεωγραφίας και των επιστημών.
(Η Ισημερινή γραμμή είναι ένα παράλληλο που διαιρεί τη γη σε δύο ημισφαίρια.)
Los dos ríos fluyen en paralelo a lo largo de la montaña.
(Οι δύο ποταμοί ρέουν παράλληλα κατά μήκος του βουνού.)
En geometría, dos líneas paralelas nunca se cruzan.
Ο όρος "paralelo" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες συχνά περιλαμβάνουν έννοιες συνεργασίας ή ομοιότητας.
Εννοιολογική χρήση: Las dos historias viven en paralelo a lo largo de la novela.
Dos caminos paralelos
Εννοιολογική χρήση: En la vida, a menudo tomamos dos caminos paralelos que nos llevan a diferentes destinos.
Paralelo a los eventos
Η λέξη "paralelo" προέρχεται από το ελληνικό "παράλληλος" (parállelos), που έχει την ίδια σημασία.
Συνώνυμα: - igual (ίδιος) - semejante (παρόμοιος)
Αντώνυμα: - perpendicular (κατακόρυφος) - divergente (αποκλίνων)