parar - ρήμα
/paˈɾaɾ/
Η λέξη "parar" σημαίνει να σταματήσει ή να σταθεί κάποιο πράγμα, είτε αυτό είναι κυριολεκτικό (π.χ. stopping a vehicle) είτε μεταφορικό (π.χ. stopping an action). Χρησιμοποιείται πολύ συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο στα ισπανικά. Είναι μια κοινή λέξη που μπορεί να βρεθεί σε πολλές καταστάσεις της καθημερινής ζωής.
Es hora de parar el ruido.
Είναι ώρα να σταματήσουμε τον θόρυβο.
Necesito parar a descansar.
Χρειάζομαι να σταματήσω για να ξεκουραστώ.
Η λέξη "parar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν μερικές εξ αυτών:
Σημαίνει να σταματήσεις κάτι χωρίς προειδοποίηση.
No hay manera de parar la marcha.
Δεν υπάρχει τρόπος να σταματήσει η πορεία.
Χρησιμοποιείται όταν κάτι εξελίσσεται ασταμάτητα.
Parar el balón.
Σταματώ την μπάλα.
Χρησιμοποιείται στο ποδόσφαιρο και σημαίνει να ελέγξεις την μπάλα.
Parar con el cuento.
Σταματώ την ιστορία.
Εννοεί να σταματήσεις να λες ψέματα ή να τραβάς μια κατάσταση.
Parar para reflexionar.
Σταματώ για να σκεφτώ.
Η λέξη "parar" προέρχεται από το λατινικό "parāre", που σημαίνει "να ετοιμάσω" ή "να στήσω".
Συνώνυμα:
- detener
- cesar
- suspender
Αντώνυμα:
- continuar
- avanzar
- prosseguir