parar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

parar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

parar - ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/paˈɾaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "parar" σημαίνει να σταματήσει ή να σταθεί κάποιο πράγμα, είτε αυτό είναι κυριολεκτικό (π.χ. stopping a vehicle) είτε μεταφορικό (π.χ. stopping an action). Χρησιμοποιείται πολύ συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο στα ισπανικά. Είναι μια κοινή λέξη που μπορεί να βρεθεί σε πολλές καταστάσεις της καθημερινής ζωής.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Es hora de parar el ruido.
    Είναι ώρα να σταματήσουμε τον θόρυβο.

  2. Necesito parar a descansar.
    Χρειάζομαι να σταματήσω για να ξεκουραστώ.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "parar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν μερικές εξ αυτών:

  1. Parar en seco.
    Σταματώ απότομα.
  2. Σημαίνει να σταματήσεις κάτι χωρίς προειδοποίηση.

  3. No hay manera de parar la marcha.
    Δεν υπάρχει τρόπος να σταματήσει η πορεία.

  4. Χρησιμοποιείται όταν κάτι εξελίσσεται ασταμάτητα.

  5. Parar el balón.
    Σταματώ την μπάλα.

  6. Χρησιμοποιείται στο ποδόσφαιρο και σημαίνει να ελέγξεις την μπάλα.

  7. Parar con el cuento.
    Σταματώ την ιστορία.

  8. Εννοεί να σταματήσεις να λες ψέματα ή να τραβάς μια κατάσταση.

  9. Parar para reflexionar.
    Σταματώ για να σκεφτώ.

  10. Χρησιμοποιείται όταν χρειάζεται κάποιος χρόνος για να σκεφτεί τις αποφάσεις του.

Ετυμολογία

Η λέξη "parar" προέρχεται από το λατινικό "parāre", που σημαίνει "να ετοιμάσω" ή "να στήσω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- detener - cesar - suspender

Αντώνυμα:
- continuar - avanzar - prosseguir



22-07-2024