pararse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

pararse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Pararse είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /paˈɾaɾse/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη pararse σημαίνει "να σταματήσεις" ή "να σηκωθείς" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κίνηση ενός ατόμου από μια καθιστή ή ξαπλωμένη θέση σε όρθια θέση ή όταν περιγράφει την ενέργεια του να σταματήσεις να κινείσαι. Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη στην καθημερινή ομιλία, τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Pararse en la esquina es peligroso.
  2. Να στέκεσαι στη γωνία είναι επικίνδυνο.

  3. Necesito pararme un momento para descansar.

  4. Χρειάζομαι να σταματήσω για μια στιγμή για να ξεκουραστώ.

  5. Cuando te llamo, debes pararte y venir.

  6. Όταν σε φωνάζω, πρέπει να σηκωθείς και να έρθεις.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το pararse εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:

  1. Pararse de manos
  2. Σημαίνει να κάνεις σταντ σε ανατροπή.
  3. "Al niño le gusta pararse de manos para impresionar a sus amigos."
  4. "Στον παιδί του αρέσει να στέκεται με τα χέρια για να εντυπωσιάσει τους φίλους του."

  5. Pararse firme

  6. Σημαίνει να είσαι σταθερός ή να επιμένεις.
  7. "Es importante pararse firme en tus decisiones."
  8. "Είναι σημαντικό να είσαι σταθερός στις αποφάσεις σου."

  9. Pararse a pensar

  10. Σημαίνει ότι χρειάζεται να σκεφτείς κάτι.
  11. "Antes de decidir, debes pararte a pensar."
  12. "Πριν αποφασίσεις, πρέπει να σταματήσεις και να σκεφτείς."

  13. Pararse en seco

  14. Σημαίνει ότι σταματάς ξαφνικά.
  15. "El coche se paró en seco cuando vio el semáforo en rojo."
  16. "Το αυτοκίνητο σταμάτησε ξαφνικά όταν είδε το φανάρι κόκκινο."

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη pararse προέρχεται από τη λατινική λέξη "parare", που σημαίνει "να παραχθεί" ή "να υποβληθεί". Ο συνδυασμός με την πρόθεση "se" αναφέρεται στη δυναμική της αυτοαντίστασης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - detenerse (σταματώ) - levantarse (σηκώνομαι) - erguirse (σταθώ όρθιος)

Αντώνυμα: - sentarse (κάθομαι) - acostarse (ξαπλώνω) - moverse (κινώμαι)



22-07-2024