Ο όρος "parasol" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "parasol" στα Ισπανικά είναι [paɾaˈsol].
Η λέξη "parasol" αναφέρεται σε μια τύπου ομπρέλα σχεδιασμένη κυρίως για να παρέχει σκιά από τον ήλιο, συνήθως χρησιμοποιούμενη σε εξωτερικούς χώρους, όπως οι παραλίες και οι κήποι. Στα Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται συνήθως σε καθημερινές συζητήσεις. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε προφορικό λόγο παρά σε γραπτό πλαίσιο.
"Μου αρέσει να κάθομαι κάτω από το παρασόλ στην παραλία."
"El parasol protege de los rayos del sol."
Η λέξη "parasol" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συμβολικές εκφράσεις ή μεταφορικώς.
"Κάτω από το παρασόλ της φιλίας, όλα είναι δυνατά."
"Ella siempre lleva su parasol cuando sale al sol."
"Αυτή πάντα παίρνει το παρασόλ της όταν βγαίνει στον ήλιο."
"El parasol de la salvación es la esperanza."
Η λέξη "parasol" προέρχεται από τη συνένωση δύο λατινικών λέξεων: "para" (που σημαίνει "παρά" ή "προστασία") και "sol" (ήλιος). Αποτελεί δηλαδή μια αναφορά στην προστασία από το φως του ήλιου.
Συνώνυμα: - Oμπρέλα (στους πολιτισμικούς ή λογοτεχνικούς κύκλους, αν και η χρήση τους μπορεί να διαφέρει ανάλογα το περιβάλλον)
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα για την "parasol", λόγω της μοναδικής της φύσης ως αντικείμενο που παρέχει προστασία από τον ήλιο. Αν θεωρήσουμε την "έκθεση στον ήλιο" τότε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αντίθετο.