parcela: ουσιαστικό
/paɾˈθela/
Η λέξη parcela χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει ένα κομμάτι γης ή μια συγκεκριμένη έκταση γης. Μπορεί να αναφέρεται σε καλλιεργήσιμη γη, οικόπεδα ή οποιοδήποτε άλλο τμήμα γης που έχει καθορισμένα όρια. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε θεματολογία που σχετίζεται με την γεωργία, την κτηματολογία και την ανάπτυξη γης.
Το κομμάτι γης όπου καλλιεργούμε λαχανικά είναι αρκετά μεγάλο.
Necesito comprar una parcela para construir mi casa.
Χρειάζομαι να αγοράσω ένα οικόπεδο για να χτίσω το σπίτι μου.
La parcela está localizada cerca del río.
Η λέξη parcela δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που τη χρησιμοποιούν:
Κάθε κομμάτι γης έχει την δική του αξία.
No es fácil vender una parcela en esta zona.
Δεν είναι εύκολο να πουλήσεις ένα τεμάχιο σε αυτή την περιοχή.
La parcela que heredamos necesita mucho trabajo.
Το οικόπεδο που κληρονομήσαμε χρειάζεται πολύ δουλειά.
El precio de la parcela aumentó considerablemente.
Η λέξη parcela προέρχεται από το λατινικό pars, partis, που σημαίνει "κομμάτι" ή "τμήμα". Σημασιολογικά, αυτή η ρίζα υποδηλώνει την έννοια του διαχωρισμού ή της κατανομής.
Συνώνυμα: - terreno (έδαφος) - lote (οικόπεδο) - predio (ιδιοκτησία)
Αντώνυμα: - totalidad (ολόκληρο) - entero (ολόκληρος)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης parcela στη γλώσσα Ισπανικά, καλύπτοντας διάφορες πτυχές που την αφορούν.