Parcial είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /paɾˈθjal/
Η λέξη "parcial" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που είναι μερικό ή εν μέρει, αντί ολικό ή πλήρες. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως η εκπαίδευση (π.χ., μερικές εξετάσεις), νομικά κείμενα (π.χ., μερικές αποφάσεις) και γενικά για να δηλώσει μερική κατάσταση.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια έως υψηλή, και μπορεί να συναντηθεί τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αν και προτιμάται συνήθως στο γραπτό.
Η αξιολόγηση ήταν μερική και δεν αντανάκλασε την συνολική απόδοση του μαθητή.
El acuerdo es parcial, pero es un buen primer paso.
Η λέξη "parcial" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε μια μερική εκτίμηση.
Recibir un apoyo parcial: Όταν κάποιος ή κάτι λαμβάνει στήριξη που δεν είναι πλήρης.
Ο οργανισμός έλαβε μερική στήριξη από την κυβέρνηση.
Una visión parcial de la situación: Μια μερική ή περιορισμένη αντίληψη για ένα θέμα.
Η λέξη "parcial" προέρχεται από το λατινικό "partialis", που σημαίνει "μέρος", και σχετίζεται με το "pars, partis", που σημαίνει "μέρος".
Συνώνυμα: - Mermado (μειωμένος) - Incompleto (ανεπτυγμένος)
Αντώνυμα: - Total (ολικός) - Completo (πλήρης)