Η λέξη "parcialidad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "parcialidad" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /paɾθjalidad/ (ισπανική προφορά στην Ισπανία) ή /paɾsjalidad/ (ισπανική προφορά στη Λατινική Αμερική).
Η λέξη "parcialidad" αναφέρεται στην κατάσταση ή την ποιότητα του να είναι κάτι μερικό ή όχι αντικειμενικό. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μια προτίμηση ή μεροληψία, όπως στην περίπτωση νομικών ή κοινωνικών εννοιών, όπου κάποιος μπορεί να αποδώσει διαφορετική αξία σε διαφορετικά μέρη ή προσωπικότητες. Η χρήση της λέξης είναι αρκετά συχνή, κυρίως σε γραπτό λόγο και νομικά κείμενα.
Η μεροληψία των δικαστών μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα της δίκης.
Es importante no mostrar parcialidad al juzgar a los demás.
Είναι σημαντικό να μην δείχνουμε μεροληψία όταν κρίνουμε τους άλλους.
La parcialidad en los medios de comunicación es un tema muy debatido.
Η λέξη "parcialidad" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την αντικειμενικότητα και την κρίση.
Δεν μπορείτε να επιτρέψετε την μεροληψία στην δημοσιογραφία.
La parcialidad en una decisión puede llevar a injusticias.
Η μεροληψία σε μία απόφαση μπορεί να οδηγήσει σε αδικίες.
Estar en una posición de parcialidad puede nublar el juicio.
Το να βρίσκεστε σε μία μεροληπτική θέση μπορεί να θολώσει την κρίση.
La parcialidad de los comentarios en las redes sociales puede crear divisiones.
Η λέξη "parcialidad" προέρχεται από τη λατινική λέξη "partialitas", που προέρχεται από το "partialis", το οποίο σημαίνει "μερικός".
Συνώνυμα: - sesgo (μεροληψία) - inclinación (κλίση) - preferencia (προτίμηση)
Αντώνυμα: - imparcialidad (αντικειμενικότητα) - neutralidad (ουδετερότητα) - objetividad (αντικειμενικότητα)