Το "parecerse" είναι ρήμα.
/paɾeˈθeɾse/
Η λέξη "parecerse" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ομοιότητα μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων ή προσώπων. Είναι ένα αντήλιο ρήμα, που σημαίνει ότι εμφανίζεται με αντωνυμία, και χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή ομιλία. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση της είναι αρκετά συχνή, και εμφανίζεται κυρίως στον προφορικό λόγο, δεδομένου ότι αφορά την περιγραφή και σύγκριση.
Ella se parece mucho a su madre.
(Αυτή μοιάζει πολύ με τη μητέρα της.)
Los dos amigos se parecen en su forma de hablar.
(Οι δύο φίλοι μοιάζουν στον τρόπο που μιλούν.)
¿Por qué crees que se parecen tanto?
(Γιατί νομίζεις ότι μοιάζουν τόσο πολύ;)
Το "parecerse" χρησιμοποιείται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Me parece que se parecen como dos gotas de agua.
(Μου φαίνεται ότι μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερού.)
No te pareces a la persona que eras antes.
(Δεν μοιάζεις με τον άνθρωπο που ήσουν πριν.)
Parece que se parecen hasta en su forma de pensar.
(Φαίνεται ότι μοιάζουν ακόμα και στον τρόπο που σκέφτονται.)
Ella se parece a su hermano, incluso en sus gestos.
(Αυτή μοιάζει με τον αδελφό της, ακόμη και στις κινήσεις της.)
Η λέξη "parecerse" προέρχεται από το λατινικό "parere", που σημαίνει "να είναι εμφανές" ή "να φαίνεται". Με την προσθήκη της αντωνυμίας, σχηματίζεται το ανακλαστικό ρήμα που δηλώνει τη σύγκριση ή ομοιότητα.
Συνώνυμα: - asemejarse - similar
Αντώνυμα: - diferenciarse - desemejarse