"Parecido" είναι επίθετο και επίσης ουσιαστικό.
/paɾeˈsiðo/
Η λέξη "parecido" σημαίνει "παρόμοιο" ή "ομοιογενές". Στα Ισπανικά χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ομοιότητα ή την αναλογία μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, ανθρώπων ή καταστάσεων. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στους προφορικούς όσο και στους γραπτούς λόγους, με μια ελαφριά προτίμηση στον προφορικό λόγο.
"Το αυτοκίνητο είναι παρόμοιο με το δικό μου."
"Su estilo de arte es muy parecido al de su padre."
Η λέξη "parecido" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
"Δεν υπάρχει δυο χωρίς τρία, όλοι είναι παρόμοιοι."
"A veces, lo que parece parecido no es igual."
"Μερικές φορές, αυτό που φαίνεται παρόμοιο δεν είναι το ίδιο."
"Cada persona tiene un parecidop en el mundo."
"Κάθε άνθρωπος έχει ένα ομοίωμα στον κόσμο."
"En el fondo, todos somos parecidos."
Η λέξη "parecido" προέρχεται από το ρήμα "parecer", που σημαίνει "φαίνομαι" ή "μοιάζω". Έχει εξελιχθεί για να περιγράψει την έννοια της ομοιότητας.
Αυτή είναι η περιγραφή της λέξης "parecido", περιλαμβάνοντας σημασία, χρήση και σχετικές πληροφορίες.