Η λέξη "pared" είναι ένα ουσιαστικό.
/paˈɾeð/
Η λέξη "pared" αναφέρεται σε έναν τοίχο, δηλαδή σε μια κατασκευή που διαχωρίζει ή προσδιορίζει έναν χώρο. Χρησιμοποιείται συχνά και σε διάφορες περιβάλλοντα, τόσο σε καθημερινές συζητήσεις όσο και σε πιο τεχνικές ή ιατρικές αναφορές.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "pared" είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο. Στις γραπτές αναφορές χρησιμοποιείται εξίσου, ιδιαίτερα σε κείμενα που σχετίζονται με την αρχιτεκτονική ή τις κατασκευές.
Ο τοίχος της κάμαρας είναι μπλε.
Necesitamos arreglar la pared que se está cayendo.
Πρέπει να διορθώσουμε τον τοίχο που πέφτει.
La pared del edificio es muy alta.
Η λέξη "pared" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Δεν μπορούμε να βάλουμε έναν τοίχο εδώ γιατί είναι δημόσιος χώρος.
Estar entre la espada y la pared (Είμαι ανάμεσα στη σπάθη και τον τοίχο)
Νιώθω ανάμεσα στη σπάθη και τον τοίχο γιατί πρέπει να διαλέξω ανάμεσα σε δύο δουλειές.
Aguantar como una pared (Αντέχω όπως ένας τοίχος)
Αν και όλα είναι δύσκολα, πρέπει να αντέξουμε όπως ένας τοίχος.
Caer como una pared (Πέφτω όπως ένας τοίχος)
Η λέξη "pared" προέρχεται από το λατινικό "parietem," που σημαίνει τοίχος ή πλευρά.
Συνώνυμα: - muralla (τείχος) - muro (τοίχος)
Αντώνυμα: - abertura (άνοιγμα) - vacío (κενό)