Parejo είναι επίθετο.
/fäˈɾe.xo/
Η λέξη "parejo" χρησιμοποιείται στη γνώση της ισπανικής γλώσσας για περιγραφή κάτι που είναι ομοιόμορφο, ισότιμο ή ομοιόμορφα διατεταγμένο. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με την ίδια συχνότητα, αν και οι απλές περιγραφές είναι πιο κοινές στον καθημερινό διάλογο.
La mesa y las sillas son parejos en tamaño.
(Η τραπέζι και οι καρέκλες είναι ίσες σε μέγεθος.)
Los dos amigos siempre tienen opiniones parejas.
(Οι δύο φίλοι πάντα έχουν ίδιες απόψεις.)
En la competición, los resultados fueron parejos.
(Στον διαγωνισμό, τα αποτελέσματα ήταν ισότιμα.)
Η λέξη "parejo" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες προτάσεις που ενισχύουν τη σημασία του.
Tener un corazón parejo.
(Να έχεις μια ίσια καρδιά.) - σημαίνει να είσαι δίκαιος και ειλικρινής.
Salir al campo parejo con los demás.
(Να βγεις στο γήπεδο ίσος με τους άλλους.) - εννοεί να ανταγωνίζεσαι ή να συμμετέχεις στο ίδιο επίπεδο όπως οι άλλοι.
Mantener las cosas parejas.
(Να διατηρήσεις τα πράγματα ίσα.) - να διατηρείς ισορροπία ή δικαιοσύνη σε μια κατάσταση.
Η λέξη "parejo" προέρχεται από το λατινικό "pariculus", που σημαίνει "ίσος, ομοιόμορφος". Στη διάρκεια της γλωσσικής εξέλιξης στην Ισπανία, η λέξη εξελίχθηκε στη σημερινή της μορφή.
Συνώνυμα: - Igual - Equitativo - Homogéneo
Αντώνυμα: - Desigual - Diferente - Desparejo
Αυτή είναι η πλήρης ανάλυση της λέξης "parejo" στα ισπανικά.