parentesco: ουσιαστικό.
/paɾ.ɛn.ˈte̞s.ko/
Η λέξη parentesco αναφέρεται στη σχέση συγγένειας μεταξύ ατόμων, δηλαδή στο πώς σχετίζονται μεταξύ τους οι άνθρωποι μέσω γάμου, γέννησης ή άλλων νομικών σχέσεων. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε νομικά κείμενα, κοινωνικές επιστήμες και καθημερινές συζητήσεις που περιλαμβάνουν θέματα οικογένειας και σχέσεων.
Ο νόμος προστατεύει τους δεσμούς συγγένειας.
El parentesco entre ellos es muy cercano.
Η συγγένεια μεταξύ τους είναι πολύ κοντινή.
Debemos considerar el parentesco al redactar el testamento.
Η λέξη parentesco χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και κοινωνικά συμφραζόμενα. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Η συγγένεια δεν επιλέγεται, γεννιέσαι με αυτήν.
El parentesco tiene sus ventajas y desventajas.
Η συγγένεια έχει τα πλεονεκτήματά της και τα μειονεκτήματά της.
No siempre el parentesco determina la lealtad.
Όχι πάντα η συγγένεια καθορίζει την πίστη.
Las leyes de parentesco son importantes en el derecho familiar.
Οι νόμοι της συγγένειας είναι σημαντικοί στο οικογενειακό δίκαιο.
A pesar del parentesco, no había confianza entre ellos.
Η λέξη parentesco προέρχεται από το λατινικό parentescus, το οποίο σχετίζεται με την έννοια του γονέα (parent) και των συγγενών που συνδέονται δια των σχέσεων της οικογένειας.
Συνώνυμα: - relación - vínculo - conexión
Αντώνυμα: - desvinculación - separación - independencia
Η χρήση της λέξης parentesco είναι ουσιαστική στην κατανόηση των κοινωνικών και νομικών σχέσεων, είτε σε καθημερινές συζητήσεις είτε σε επίσημα κείμενα.