Η λέξη "paria" αναφέρεται σε κάποιον που ζει σε κατάσταση κοινωνικής ή οικονομικής απογοήτευσης ή αποκλεισμού. Προέρχεται από κοινωνικές δομές, ειδικά σε χώρες όπου υπάρχουν ιεραρχίες ή κατηγορίες κοινωνικών ομάδων. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο και λιγότερο σε προφορικό, αν και η χρήση της ποικίλει ανά περιοχή και συνθήκες.
Η ζωή ενός παρία δεν είναι εύκολη σε αυτή την κοινωνία.
Los parias del sistema a menudo luchan por un cambio.
Οι παρίες του συστήματος συχνά αγωνίζονται για μια αλλαγή.
Se siente como un paria en su propio país.
Η λέξη "paria" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, συνδέοντας τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που ζει σε πολύ φτωχές συνθήκες.
Ser considerado un paria en su comunidad.
Υποδηλώνει αποδοχή ή απόρριψη από μια ομάδα.
Los parias de la sociedad silenciosamente resisten.
Αναφέρεται στην αντίσταση των ατόμων που έχουν περιθωριοποιηθεί.
El paria que habla solo.
Η λέξη "paria" προέρχεται από το ινδικό "parai", που σήμαινε "απόκληρος" ή "εκδιωγμένος". Έχει επίσης ρίζες σε γλώσσες της νοτιοανατολικής Ασίας με παρόμοια έννοια.