paria - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

paria (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "paria" αναφέρεται σε κάποιον που ζει σε κατάσταση κοινωνικής ή οικονομικής απογοήτευσης ή αποκλεισμού. Προέρχεται από κοινωνικές δομές, ειδικά σε χώρες όπου υπάρχουν ιεραρχίες ή κατηγορίες κοινωνικών ομάδων. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο και λιγότερο σε προφορικό, αν και η χρήση της ποικίλει ανά περιοχή και συνθήκες.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La vida de un paria no es fácil en esta sociedad.
  2. Η ζωή ενός παρία δεν είναι εύκολη σε αυτή την κοινωνία.

  3. Los parias del sistema a menudo luchan por un cambio.

  4. Οι παρίες του συστήματος συχνά αγωνίζονται για μια αλλαγή.

  5. Se siente como un paria en su propio país.

  6. Νιώθει σαν παρίας στη δική του χώρα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "paria" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, συνδέοντας τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα.

  1. Vivir como un paria.
  2. Να ζεις σαν παρίας.
  3. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που ζει σε πολύ φτωχές συνθήκες.

  4. Ser considerado un paria en su comunidad.

  5. Να θεωρείσαι παρίας στην κοινότητά σου.
  6. Υποδηλώνει αποδοχή ή απόρριψη από μια ομάδα.

  7. Los parias de la sociedad silenciosamente resisten.

  8. Οι παρίες της κοινωνίας ήσυχα αντιστέκονται.
  9. Αναφέρεται στην αντίσταση των ατόμων που έχουν περιθωριοποιηθεί.

  10. El paria que habla solo.

  11. Ο παρίας που μιλάει μόνος.
  12. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την απομόνωση ενός ατόμου.

Ετυμολογία

Η λέξη "paria" προέρχεται από το ινδικό "parai", που σήμαινε "απόκληρος" ή "εκδιωγμένος". Έχει επίσης ρίζες σε γλώσσες της νοτιοανατολικής Ασίας με παρόμοια έννοια.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024