pariente: Ουσιαστικό
/paˈɾjente/
Η λέξη pariente αναφέρεται σε άτομο που έχει συγγενική σχέση με κάποιον άλλο. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει οικογενειακούς ή συγγενικούς δεσμούς. Είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη τόσο σε προφορική όσο και σε γραπτή γλώσσα, αν και μπορεί να παρατηρηθεί συχνότερα στον καθημερινό λόγο, καθώς οι σχέσεις μεταξύ συγγενών είναι συχνά θέμα συζήτησης.
Αυτή είναι η πιο κοντινή μου συγγενής.
Siempre pasa tiempo con sus parientes en las vacaciones.
Η λέξη pariente χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που αντικατοπτρίζουν τις σχέσεις και τις δυναμικές μέσα στην οικογένεια.
"Ποτέ δεν έχω συναντήσει τον μακρινό συγγενή μου."
Como parientes
"Μας αντιμετωπίζουμε σαν συγγενείς, αν και δεν είμαστε συγγενείς."
Pariente incómodo
"Η οικογενειακή συνάντηση ήταν άβολη λόγω του άβολου συγγενή."
Cortar los lazos con un pariente
Η λέξη pariente προέρχεται από το λατινικό parentem, που σημαίνει "γονέας ή συγγενής", συνδυάζοντας την έννοια της σχέσης και της καταγωγής.
consanguíneo (συγγενής κατά αίμα)
Αντώνυμα:
Αυτή η πληροφόρηση καταγράφει μια σύνθετη εικόνα της λέξης pariente στη γλώσσα Ισπανικά, περιλαμβάνοντας τη σημασία της, τη χρήση της, ιδιωματικές εκφράσεις, ετυμολογία, καθώς και τις παραπομπές σε συνώνυμα και αντώνυμα.