parientes - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

parientes (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Parientes είναι ουσιαστικό, πληθυντικός αριθμός, που προέρχεται από τη λέξη pariente.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [paˈɾjentes]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το parientes σημαίνει "συγγενείς" στα ισπανικά και αναφέρεται σε άτομα που σχετίζονται μεταξύ τους μέσω οικογενειακών ή σχεσιακών δεσμών. Αυτό περιλαμβάνει γονείς, αδέλφια, θείους, θείες, ξαδέλφια και άλλους συγγενείς. Η χρήση της λέξης εμφανίζεται συχνά τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με μεγαλύτερη συχνότητα σε κοινωνικές συζητήσεις και οικογενειακά πλαίσια.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Mis parientes siempre me apoyan en mis decisiones.
    (Οι συγγενείς μου με υποστηρίζουν πάντα στις αποφάσεις μου.)

  2. Voy a visitar a mis parientes durante las vacaciones.
    (Θα επισκεφτώ τους συγγενείς μου κατά τη διάρκεια των διακοπών.)

  3. Siempre celebramos las fiestas en casa de nuestros parientes.
    (Πάντα γιορτάζουμε τις γιορτές στο σπίτι των συγγενών μας.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Δεν υπάρχουν πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη parientes, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους κοινωνικούς και οικογενειακούς συμφραζόμενους:

  1. Los parientes son como una segunda piel.
    (Οι συγγενείς είναι σαν το δεύτερο δέρμα.)

  2. A veces, los mejores amigos son como parientes.
    (Πολλές φορές, οι καλύτεροι φίλοι είναι σαν συγγενείς.)

  3. Aunque estén lejos, los parientes siempre están en el corazón.
    (Ακόμα και αν είναι μακριά, οι συγγενείς είναι πάντα στην καρδιά.)

  4. Los parientes son el refugio en tiempos difíciles.
    (Οι συγγενείς είναι το καταφύγιο σε δύσκολες εποχές.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη pariente προέρχεται από το ιταλικό parente, που σημαίνει "συγγενής", και συναφώς από το λατινικό parentis, που σημαίνει «γονέας» ή «συγγενής».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Familiares (οικεία πρόσωπα) - Cónyuges (σύζυγοι)

Αντώνυμα: - Extraños (ξένοι) - Desconocidos (άγνωστοι)

Αυτή η λέξη παίζει σημαντικό ρόλο στη διαχείριση οικογενειακών σχέσεων και είναι πολύ χρήση στη καθημερινή διάλεκτο των Ισπανικών.



23-07-2024