Η λέξη "parlamento" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /paɾ.lam.enˈto/
Η λέξη "parlamento" αναφέρεται σε ένα σώμα ή οργανισμό που έχει την εξουσία να νομοθετεί, δηλαδή να συζητά και να ψηφίζει νόμους. Χρησιμοποιείται κυρίως στον πολιτικό και νομικό τομέα, αναφερόμενη σε κυβερνητικά θεσμικά όργανα. Είναι κοινώς αποδεκτή και συχνά χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ωστόσο μπορεί να συναντάται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο λόγω της επίσημης φύσης της.
Το κοινοβούλιο ενέκρινε έναν νέο νόμο για το περιβάλλον.
Los miembros del parlamento se reunieron para discutir el presupuesto.
Τα μέλη του κοινοβουλίου συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν τον προϋπολογισμό.
El parlamento es fundamental para la democracia.
Η λέξη "parlamento" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Αυτό το κοινοβούλιο σκιών ελέγχει πολλές αποφάσεις στην πολιτική.
Ir al parlamento – "Πηγαίνω στο κοινοβούλιο"
Αύριο πηγαίνω στο κοινοβούλιο για μια σημαντική συνάντηση.
Hablar en el parlamento – "Μιλώ στο κοινοβούλιο"
Αυτή πρέπει να μιλήσει στο κοινοβούλιο για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
Parlamento regional – "Περιφερειακό κοινοβούλιο"
Το περιφερειακό κοινοβούλιο έχει αρμοδιότητες σε θέματα εκπαίδευσης.
Parlamento y gobierno – "Κοινοβούλιο και κυβέρνηση"
Η λέξη "parlamento" προέρχεται από το λατινικό "parlamentum", το οποίο συνίσταται από τη ρίζα "parlare" που σημαίνει "να μιλάω" ή "να συζητώ." Αυτή η ρίζα υποδηλώνει τη λειτουργία του κοινοβουλίου ως χώρου συζητήσεων και διαλόγου.