Η λέξη "parlante" είναι επίθετο και χρησιμοποιείται επίσης ως ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "parlante" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι [paɾˈlante].
Η λέξη "parlante" προέρχεται από το ρήμα "hablar" που σημαίνει "να μιλάω". Ιδανικά αναφέρεται σε κάποιον που μιλάει ή σε κάτι που μπορεί να μιλήσει, όπως ένα ηχείο. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και η χρήση της ως ουσιαστικού είναι πιο κοινή στον προφορικό λόγο.
Παραδείγματα Προτάσεων:
- El parlante de la computadora suena muy bien.
(Το ηχείο του υπολογιστή ακούγεται πολύ καλά.)
Η λέξη "parlante" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις.
Παραδείγματα Ιδιωματικών Εκφράσεων:
- "Ser un parlante sin control."
(Να είσαι ένας απρόσκοπτος ομιλητής.)
Σημαίνει να μιλάς ακατάπαυστα και χωρίς να σκέφτεσαι.
"Un parlante de barrio."
(Ένας ομιλητής από τη γειτονιά.)
Αναφέρεται σε κάποιον που είναι γνωστός για τις ομιλίες του στην γειτονιά του.
"Tener un parlante a tu lado."
(Να έχεις έναν ομιλητή δίπλα σου.)
Σημαίνει να έχεις κάποιον που μπορεί να μιλήσει και να εκφράσει απόψεις αντί για εσένα.
Η λέξη "parlante" προέρχεται από το ρήμα "hablar" που σημαίνει "να μιλάω", το οποίο συνδέεται με την έννοια της ομιλίας και της επικοινωνίας.
Συνώνυμα: - Hablante (ομιλητής) - Locutor (ραδιοφωνικός ή τηλεοπτικός παρουσιαστής)
Αντώνυμα: - Mudo (σιωπηλός) - Silente (σιωπηλός, ησυχασμένος)
Αυτές οι πληροφορίες περιγράφουν τη λέξη "parlante" σε διάφορες πτυχές της χρήσης της στην ισπανική γλώσσα.