Η λέξη "paro" είναι ένα ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "paro" είναι /ˈpaɾo/.
Η λέξη "paro" αναφέρεται κυρίως σε μια κατάσταση κατά την οποία οι εργαζόμενοι σταματούν να εργάζονται, συχνά ως μορφή διαμαρτυρίας ή για την υπεράσπιση δικαιωμάτων τους. Χρησιμοποιείται επίσης σε οικονομικά και νομικά πλαίσια για να περιγράψει περιόδους διακοπής μιας δραστηριότητας.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε προφορικό και γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την εργασία και την πολιτική.
Οι εργαζόμενοι αποφάσισαν να κάνουν απεργία για να απαιτήσουν καλύτερες εργασιακές συνθήκες.
El paro en la construcción afectó a muchas familias de la región.
Η λέξη "paro" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Μετάφραση: Μετά την κρίση, πολλοί άνθρωποι είναι άνεργοι.
"Hacer un paro"
Μετάφραση: Αποφασίσαμε να κάνουμε απεργία για να μας ακούσουν.
"Paro total"
Η λέξη "paro" προέρχεται από το λατινικό "parare", που σημαίνει "σταματώ" ή "παρουσιάζω".
suspensión (αναστολή)
Αντώνυμα: