Το "parpadear" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "parpadear" είναι /paɾ.paˈðeaɾ/.
Η λέξη "parpadear" σημαίνει το να κλείνεις και να ανοίγεις τα μάτια γρήγορα, συνήθως ως φυσική αντίδραση στην δυσφορία, στο φως ή σε μια συναισθηματική κατάσταση, αλλά και για να περιγράψεις την κίνηση κάποιου φωτός που ανάβει και σβήνει γρήγορα. Χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συνομιλίες, σε περιγραφές συναισθημάτων ή καταστάσεων, είναι αρκετά συνηθισμένο και στους προφορικούς και γραπτούς λόγους.
"Los ojos empezaron a parpadear cuando entré en la habitación iluminada."
(Τα μάτια άρχισαν να κλείνουν όταν μπήκα στο φωτεινό δωμάτιο.)
"No puedo dejar de parpadear frente a la pantalla de la computadora."
(Δεν μπορώ να σταματήσω να κλείνω τα μάτια μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή.)
Η λέξη "parpadear" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
"Parpadear es señal de duda."
(Το να κλείσεις τα μάτια είναι σημάδι αμφιβολίας.)
"A veces es mejor parpadear y no ver lo que no se quiere."
(Κάποιες φορές είναι καλύτερο να κλείνεις τα μάτια και να μην βλέπεις αυτό που δεν θέλεις.)
"El faro comenzó a parpadear en la oscuridad."
(Ο φάρος άρχισε να αναβοσβήνει στο σκοτάδι.)
"Cuando siente nervios, tiende a parpadear más rápido."
(Όταν αισθάνεται νευρικότητα, τείνει να κλείνει τα μάτια πιο γρήγορα.)
"He parpadeado en el momento más inesperado."
(Έκλεισα τα μάτια τη στιγμή που δεν το περίμενα.)
Η λέξη "parpadear" προέρχεται από την λατινική λέξη "pāpar" που σημαίνει "να κλείνεις τα μάτια" και συνδέεται με την ιδέα της γρήγορης και επαναληπτικής κίνησης των βλεφάρων.