Η λέξη "parque" είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈpaɾ.ke/
Η λέξη "parque" στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται σε έναν δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο, συνήθως εξωτερικό, που είναι διαμορφωμένος με φυτά, δέντρα και άλλες φυσικές ενορχηστρώσεις για αναψυχή, ψυχαγωγία ή φυσικές δραστηριότητες. Χρησιμοποιείται σε γενικές και κοινωνικές συνομιλίες, και η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό πλαίσιο.
Los niños juegan en el parque.
(Τα παιδιά παίζουν στο πάρκο.)
Voy a correr al parque por la mañana.
(Θα τρέξω στο πάρκο το πρωί.)
Ese parque tiene muchos árboles y flores.
(Αυτό το πάρκο έχει πολλά δέντρα και λουλούδια.)
Η λέξη "parque" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.
Estar como un niño en un parque.
(Να είσαι όπως ένα παιδί σε πάρκο.)
Σημαίνει να είσαι πολύ χαρούμενος ή ενθουσιασμένος.
Ir al parque de atracciones.
(Να πάω στο πάρκο ψυχαγωγίας.)
Αναφέρεται στο να επισκεφθεί κανείς ένα μέρος με διασκεδαστικά παιχνίδια και εμπειρίες.
Parque temático.
(Θεματικό πάρκο.)
Δηλώνει ένα πάρκο που έχει ειδικά θεματικά θέματα, όπως τα Disney ή Universal Studios.
Hacer un picnic en el parque.
(Να κάνεις πικνίκ στο πάρκο.)
Δηλώνει την δραστηριότητα της κατανάλωσης τροφής σε εξωτερικό χώρο με φίλους ή οικογένεια.
Η λέξη "parque" προέρχεται από την παλιά γαλλική "parc", η οποία έχει τις ρίζες της στη λατινική λέξη "parricus", που σημαίνει "περίφραξη".
Συνώνυμα:
- Jardín (κήπος)
- Área verde (πράσινη περιοχή)
Αντώνυμα:
- Ciudad (πόλη)
- Construcción (κατασκευή)