Η λέξη "parrilla" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
[paˈriʎa]
Η λέξη "parrilla" αναφέρεται σε διάφορες έννοιες, κυρίως σε σχέση με τη διαδικασία του ψησίματος, τη σχάρα ή το γκριλ που χρησιμοποιείται για το μαγείρεμα κρέατος ή λαχανικών. Χρησιμοποιείται ευρέως στην ισπανόφωνη κουλτούρα και κυρίως στη Λατινική Αμερική, αναφερόμενη τόσο σε μια φυσική συσκευή όσο και στη μέθοδο μαγειρέματος. Η χρήση της είναι συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με έμφαση στις κοινωνικές περιστάσεις, όπως οι οικογενειακές συγκεντρώσεις.
Me gusta hacer una parrilla los fines de semana.
(Μου αρέσει να κάνω ψησταριά τα σαββατοκύριακα.)
En la fiesta, había una parrilla grande llena de carne.
(Στην γιορτή, υπήρχε μια μεγάλη σχάρα γεμάτη κρέας.)
Η λέξη "parrilla" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα των Ισπανόφωνων, αναφερόμενη κυρίως σε κοινωνικές συγκεντρώσεις και παραδόσεις γύρω από το ψήσιμο.
Hacer una parrilla
(Να κάνεις ψησταριά)
Cuando el clima es bueno, siempre hacemos una parrilla con amigos.
(Όταν ο καιρός είναι καλός, πάντα κάνουμε ψησταριά με φίλους.)
Parrilla de carne
(Ψησταριά κρέατος)
La parrilla de carne es la estrella en las reuniones familiares.
(Η ψησταριά κρέατος είναι το αστέρι στις οικογενειακές συγκεντρώσεις.)
Sentarse alrededor de la parrilla
(Να καθίσεις γύρω από τη σχάρα)
Nos gusta sentarnos alrededor de la parrilla y contar historias.
(Μας αρέσει να καθόμαστε γύρω από τη σχάρα και να λέμε ιστορίες.)
Η λέξη "parrilla" προέρχεται από το λατινικό "parrilla", που σημαίνει "μικρή σχάρα". Η ρίζα της συνδέεται με τη διαδικασία του ψησίματος και τη χρήση σχάρας για το μαγείρεμα.