Το "parroquiano" είναι ουσιαστικό.
Διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /paroˈkjano/
Η λέξη "parroquiano" αναφέρεται συνήθως σε κάποιον που είναι τακτικός πελάτης σε κάποιο κατάστημα, χώρο εστίασης ή υπηρεσιών. Στη θρησκευτική διάσταση, μπορεί να αναφέρεται και σε κάποιον που ανήκει σε μια συγκεκριμένη ενορία. Στη γλώσσα των Ισπανών, η χρήση της είναι συχνότερη σε προφορικές συνομιλίες, ιδίως σε κοινωνικές ή εμπορικές καταστάσεις.
Ο τακτικός πελάτης έρχεται πάντα να πιει τον καφέ του στις οκτώ.
El parroquiano se quejó del servicio en el restaurante.
Η λέξη "parroquiano" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να εμφανίζεται και σε φράσεις:
Κάθε τακτικός πελάτης έχει την ιστορία του.
Los parroquianos del bar se conocen todos.
Οι τακτικοί πελάτες του μπαρ γνωρίζονται όλοι.
Un buen parroquiano siempre deja propina.
Η λέξη "parroquiano" προέρχεται από το "parroquia", η οποία σημαίνει "ενορία" στα Ισπανικά, και υπαινίσσεται την έννοια του "μέλους της ενορίας" ή του τακτικού επισκέπτη ενός χώρου.
Συνώνυμα: - Cliente frecuente (τακτικός πελάτης) - Asiduo (συνήθης)
Αντώνυμα: - Novato (καινούριος) - Ocasional (σποραδικός)