Η λέξη "parsimonia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "parsimonia" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /paɾ.siˈmo.nja/
Η λέξη "parsimonia" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή στάση που χαρακτηρίζεται από οικονομία, φειδώ ή περιορισμό στη χρήση πόρων, κυρίως χρημάτων ή άλλων υλικών αγαθών. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει ανθρώπους που είναι οικονομικοί ή που διαχειρίζονται τα πάντα με προσοχή και μέτρο.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε γραπτά κείμενα και σε επίσημες ή ακαδημαϊκές συζητήσεις.
"Η οικονομία στα έξοδα μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση της οικογενειακής οικονομίας."
"Su parsimonia le ha permitido ahorrar suficiente dinero para comprar una casa."
"Η συγκράτησή του του έχει επιτρέψει να αποταμιεύσει αρκετά χρήματα για να αγοράσει ένα σπίτι."
"La parsimonia en la utilización de recursos es fundamental en tiempos de crisis."
Στα ισπανικά, η "parsimonia" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι πολύ κοινή σε τέτοιες χρήσεις. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετές σχετικές εκφράσεις που σχετίζονται με την οικονομία και την προσοχή στη διαχείριση των πόρων.
"Η δράση με οικονομία σημαίνει να μην ξοδεύεις περισσότερα από όσα χρειάζεσαι."
"La vida frugal es una muestra de parsimonia que muchos deberían seguir."
"Η φειδωλή ζωή είναι μια ένδειξη συγκράτησης που πολλοί θα έπρεπε να ακολουθούν."
"A veces, la parsimonia se confunde con la avaricia."
Η λέξη "parsimonia" προέρχεται από τη λατινική λέξη "parsimonia", που σημαίνει "οικονομία" ή "λιτότητα". Η ρίζα της συνδέεται με το ρήμα "parcere", που σημαίνει "να εξοικονομείς" ή "να είσαι φειδωλός".
Συνώνυμα: - Economía - Moderación - Frugalidad
Αντώνυμα: - Derroche - Gasto excesivo - Generosidad (σε ορισμένα συμφραζόμενα)
Η λέξη "parsimonia" έχει πλούσιο λεξιλόγιο και προσφέρει βαθιά νοήματα σε διάφορες κοινωνικές και οικονομικές συζητήσεις, καταδεικνύοντας τη σημασία της προσεκτικής διαχείρισης των πόρων στην καθημερινή ζωή.