Μέρος του λόγου: ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή: parte poliˈθi.ka
Χρήση/Συχνότητα χρήσης: Η λέξη "parte policíaco" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να αναφερθεί στο τμήμα της αστυνομίας που ασχολείται με την επίλυση εγκλημάτων, την έρευνα και την επιβολή του νόμου. Συνήθως χρησιμοποιείται στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε ειδήσεις, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. El detective trabajó en el parte policíaco del caso. (Ο ντετέκτιβ εργάστηκε στο τμήμα της αστυνομίας για την υπόθεση.) 2. La novela está llena de intriga y detalles del parte policíaco. (Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο μυστήριο και λεπτομέρειες από το τμήμα της αστυνομίας.)
Ετυμολογία: Αποτελείται από τις λέξεις "parte" που σημαίνει "τμήμα" και "policíaco" που αναφέρεται στο αστυνομικό.
Συνώνυμα και Αντώνυμα: - Συνώνυμα: sección de la policía, departamento policial - Αντώνυμα: parte civil, parte no policiaca