participaciones - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

participaciones (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "participaciones" είναι ουσιαστικό, πληθυντικός αριθμός του ουσιαστικού "participación".

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή της λέξης "participaciones" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου:
/paɾ.ti.si.paˈθjo.nes/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "participaciones" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "μετοχές", "συμμετοχές" ή "συμμετοχή" ανάλογα με το πλαίσιο.

Σημασία της λέξης

Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη "participaciones" αναφέρεται κυρίως σε μετοχές ή συμμετοχές σε επιχειρήσεις, είτε αυτές είναι χρηματοοικονομικές συμμετοχές είτε συμμετοχές σε διαδικασίες ή δραστηριότητες. Χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο των οικονομικών και χρηματοοικονομικών συζητήσεων. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε γραπτά κείμενα, αλλά ενδέχεται να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο σε σχετικές συζητήσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Las participaciones de la empresa han aumentado este año.
    Οι μετοχές της εταιρείας έχουν αυξηθεί αυτό το έτος.

  2. Es importante diversificar las participaciones en el mercado.
    Είναι σημαντικό να διαφοροποιήσεις τις συμμετοχές στην αγορά.

  3. Muchos inversionistas buscan participaciones en startups innovadoras.
    Πολλοί επενδυτές αναζητούν συμμετοχές σε καινοτόμες νεοφυείς επιχειρήσεις.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "participaciones" μπορεί να συμπεριληφθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην οικονομική γλώσσα:

  1. Aumentar las participaciones
    (Αύξηση συμμετοχών)
    Significa expandir la inversión en diferentes áreas.
    (Σημαίνει να επενδύσουμε σε διάφορους τομείς.)

  2. Dividir las participaciones
    (Διαίρεση συμμετοχών)
    Se refiere a distribuir acciones entre diferentes inversores.
    (Αναφέρεται στη διανομή μετοχών σε διάφορους επενδυτές.)

  3. Bajar las participaciones
    (Μείωση συμμετοχών)
    Esto implica vender o reducir la inversión.
    (Αυτό σημαίνει να πωλήσουμε ή να μειώσουμε την επένδυση.)

  4. Mantener las participaciones
    (Διατήρηση συμμετοχών)
    Se relaciona con mantener la inversión sin vender.
    (Σχετίζεται με τη διατήρηση της επένδυσης χωρίς πώληση.)

  5. Participaciones en riesgo
    (Συμμετοχές σε κίνδυνο)
    Se refiere a las inversiones que pueden llevar a pérdidas.
    (Αναφέρεται στις επενδύσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε απώλειες.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "participaciones" προέρχεται από το λατινικό "participatio", το οποίο σημαίνει συμμετοχή ή μετοχή. Η ρίζα "participare" σημαίνει "να συμμετέχω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- Participación (συμμετοχή) - Acciones (μετοχές) - Inversión (επένδυση)

Αντώνυμα:
- Exclusión (αποκλεισμός) - Retiro (απόσυρση) - Desinversión (αποεπένδυση)



23-07-2024