participante - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

participante (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "participante" είναι ουσιαστικό θηλυκό και αρσενικό.

Φωνητική μεταγραφή

/paɾ.ti.siˈpan.te/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "participante" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που συμμετέχει σε μια δραστηριότητα, γεγονός ή εκδήλωση. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει συμμετοχή σε διαγωνισμούς, συζητήσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα, και άλλα κοινωνικά ή επαγγελματικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι συνήθως πιο υψηλή σε γραπτό κείμενο, αλλά χρησιμοποιείται επίσης και στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "El participante en el concurso mostró gran talento."
  2. "Ο συμμετέχων στον διαγωνισμό παρουσίασε μεγάλο ταλέντο."

  3. "Todos los participantes deben registrarse antes de la fecha límite."

  4. "Όλοι οι συμμετέχοντες πρέπει να εγγραφούν πριν από την προθεσμία."

  5. "Los participantes del evento recibirán un certificado."

  6. "Οι συμμετέχοντες της εκδήλωσης θα λάβουν πιστοποιητικό."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "participante" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και άρρητα με σχετικές έννοιες, τις οποίες θα παραθέσουμε παρακάτω:

  1. "Es un participante activo en la comunidad."
  2. "Είναι ένας ενεργός συμμετέχων στην κοινότητα."

  3. "Cada participante tiene derecho a expresar su opinión."

  4. "Κάθε συμμετέχων έχει το δικαίωμα να εκφράσει τη γνώμη του."

  5. "Los participantes llegaron temprano para prepararse."

  6. "Οι συμμετέχοντες έφτασαν νωρίς για να προετοιμαστούν."

  7. "Ser un participante regular de los talleres es beneficioso."

  8. "Η συμμετοχή ως τακτικός συμμετέχων στα εργαστήρια είναι ωφέλιμη."

  9. "Los participantes deben seguir las reglas del juego."

  10. "Οι συμμετέχοντες πρέπει να ακολουθούν τους κανόνες του παιχνιδιού."

Ετυμολογία

Η λέξη "participante" προέρχεται από το ρήμα "participar", το οποίο προέρχεται από το λατινικό "participare" που σημαίνει "να συμμετέχω". Σημαίνει την πράξη του να είσαι μέρος ή να συμμετέχεις σε κάτι.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Αυτή είναι η ολοκληρωμένη πληροφόρηση για τη λέξη "participante".



23-07-2024