Η λέξη "participante" είναι ουσιαστικό θηλυκό και αρσενικό.
/paɾ.ti.siˈpan.te/
Η λέξη "participante" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που συμμετέχει σε μια δραστηριότητα, γεγονός ή εκδήλωση. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει συμμετοχή σε διαγωνισμούς, συζητήσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα, και άλλα κοινωνικά ή επαγγελματικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι συνήθως πιο υψηλή σε γραπτό κείμενο, αλλά χρησιμοποιείται επίσης και στον προφορικό λόγο.
"Ο συμμετέχων στον διαγωνισμό παρουσίασε μεγάλο ταλέντο."
"Todos los participantes deben registrarse antes de la fecha límite."
"Όλοι οι συμμετέχοντες πρέπει να εγγραφούν πριν από την προθεσμία."
"Los participantes del evento recibirán un certificado."
Η λέξη "participante" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και άρρητα με σχετικές έννοιες, τις οποίες θα παραθέσουμε παρακάτω:
"Είναι ένας ενεργός συμμετέχων στην κοινότητα."
"Cada participante tiene derecho a expresar su opinión."
"Κάθε συμμετέχων έχει το δικαίωμα να εκφράσει τη γνώμη του."
"Los participantes llegaron temprano para prepararse."
"Οι συμμετέχοντες έφτασαν νωρίς για να προετοιμαστούν."
"Ser un participante regular de los talleres es beneficioso."
"Η συμμετοχή ως τακτικός συμμετέχων στα εργαστήρια είναι ωφέλιμη."
"Los participantes deben seguir las reglas del juego."
Η λέξη "participante" προέρχεται από το ρήμα "participar", το οποίο προέρχεται από το λατινικό "participare" που σημαίνει "να συμμετέχω". Σημαίνει την πράξη του να είσαι μέρος ή να συμμετέχεις σε κάτι.
Αυτή είναι η ολοκληρωμένη πληροφόρηση για τη λέξη "participante".