participar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

participar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Όνομα

Φωνητική απεικόνιση

/paɾ.ti.siˈpaɾ/

Σημασίες

Το ρήμα "participar" σημαίνει να λάβει κάποιος μέρος σε μια δράση, δραστηριότητα ή γεγονός. Χρησιμοποιείται συχνά στην ισπανική γλώσσα για να εκφράσει τη συμμετοχή, τη συμμετοχή ή τη συμμετοχή σε κάτι. Συχνά χρησιμοποιείται τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο.

Χρήση

Μερικές απαραίτητες μορφές ρήματος για το ρήμα "participar" σε διάφορους χρόνους είναι: - Ενεστώτας: participo - Παρατατικός: participaba - Αόριστος: participé

Επίσης, ο τύπος γερουνδίου του "participar" είναι "participando".

Παραδείγματα

  1. Voy a participar en el concurso. (Θα συμμετέχω στο διαγωνισμό.)
  2. Los estudiantes participan activamente en la clase. (Οι μαθητές συμμετέχουν ενεργά στο μάθημα.)

Συνηθισμένες εκφράσεις

Το ρήμα "participar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ορισμένα παραδείγματα είναι: 1. Participar en una conversación (Συμμετοχή σε μια συζήτηση) - Να συμμετέχετε ενεργά σε μια συνομιλία. 2. Participar en una causa (Συμμετοχή σε μια αιτία) - Να υποστηρίξετε ή να συμμετέχετε σε μια συγκεκριμένη αιτία ή πρόταση. 3. Participar en la votación (Συμμετοχή στην ψηφοφορία) - Να ψηφίσετε ή να είστε μέλος μιας ψηφοφορίας.

Ετυμολογία

Το ρήμα "participar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "participare", που σημαίνει "να μοιράζομαι".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: Colaborar, intervenir, contribuir
Αντώνυμα: Abstenerse, excluir, marginar