particular - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

particular (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Η λέξη "particular" είναι επίθετο.

Φωνητική Μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "particular" στη διεθνή φωνητική αλφάβητο είναι: /paɾˈtikulaɾ/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "particular" χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι το συγκεκριμένο, το μοναδικό ή το ιδιαίτερο. Στη γλώσσα των Ισπανικών, συναντάται σε διάφορα πλαίσια, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συχνότητα χρήσης που είναι αρκετά υψηλή. Στις νομικές και γενικές συζητήσεις, η λέξη συχνά αναφέρεται σε ειδικές περιπτώσεις ή χαρακτηριστικά.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. El caso particular que estamos estudiando es muy complejo.
    (Η συγκεκριμένη υπόθεση που μελετάμε είναι πολύ περίπλοκη.)

  2. Cada persona tiene sus propios intereses particulares.
    (Κάθε άτομο έχει τα δικά του ιδιαίτερα ενδιαφέροντα.)

  3. Es importante abordar las necesidades particulares de cada cliente.
    (Είναι σημαντικό να προσεγγίζουμε τις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε πελάτη.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "particular" είναι επίσης ενσωματωμένη σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. En particular - Στην πραγματικότητα, αναφέρεται σε κάτι που υπόκειται σε συγκεκριμένη προσοχή.
    Iberia en particular es una de las aerolíneas más populares.
    (Η Iberia, συγκεκριμένα, είναι μία από τις πιο δημοφιλείς αεροπορικές εταιρείες.)

  2. Particularmente importante - Χρησιμοποιείται για να τονίσει τη σημασία ενός θέματος.
    Este asunto es particularmente importante para nuestra empresa.
    (Αυτό το ζήτημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την εταιρεία μας.)

  3. Sin particularidades - Χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που δεν έχει ειδικές ή μοναδικές πτυχές.
    La reunión fue sin particularidades.
    (Η συνάντηση ήταν χωρίς ιδιαίτερες πτυχές.)

  4. Particularmente difícil - Όταν υποδηλώνει ότι κάτι είναι πολύ δύσκολο.
    Este examen es particularmente difícil.
    (Αυτή η εξέταση είναι ιδιαίτερα δύσκολη.)

  5. En particular, me gustaría mencionar ... - Χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση σε κάτι συγκεκριμένο.
    En particular, me gustaría mencionar el esfuerzo del equipo.
    (Συγκεκριμένα, θα ήθελα να αναφέρω την προσπάθεια της ομάδας.)

Ετυμολογία

Η λέξη "particular" προέρχεται από το λατινικό "particularis", το οποίο σημαίνει "μικρό μέρος" ή "συγκεκριμένο".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024