Η λέξη "partidario" είναι ουσιαστικό, καθώς και επίθετο.
/sar.tiˈða.ɾjo/
Η λέξη "partidario" αναφέρεται σε κάποιον που υποστηρίζει ένα συγκεκριμένο κόμμα, ομάδα ή ιδέα. Χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο της πολιτικής ή των κοινωνικών κινήσεων. Η χρήση της είναι συνηθισμένη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά η χρήση της στον γραπτό λόγο είναι συχνότερη, ιδίως σε πολιτικά ή νομικά κείμενα.
Ο υποψήφιος δήλωσε ότι είναι υποστηρικτής μιας εργασιακής μεταρρύθμισης.
Los partidarios del proyecto organizaron una manifestación.
Η λέξη "partidario" βρίσκει χρήση και σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Παράδειγμα: Ο Χουάν ήταν πάντα υποστηρικτής της δωρεάν εκπαίδευσης.
Partidario ciego: τυφλός υποστηρικτής, δηλαδή κάποιος που υποστηρίζει κάτι χωρίς αμφιβολίες.
Παράδειγμα: Μη γίνεσαι τυφλός υποστηρικτής, αμφισβήτησε τις πεποιθήσεις σου.
Partidario acérrimo: φανατικός υποστηρικτής.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "partidarius", το οποίο σχετίζεται με τη λέξη "pars", που σημαίνει "μέρος" ή "τμήμα". Ουσιαστικά, αναφέρεται στη συμμετοχή ή την τήρηση μιας πλευράς.
Συνώνυμα: - Apoio (υποστήριξη) - Defensor (υπερασπιστής)
Αντώνυμα: - Opositor (αντίπαλος) - Enemigo (εχθρός)