Η φράση "partir la diferencia" είναι μια ιδιωματική έκφραση και λειτουργεί ως ρήμα.
/pɑɾˈtiɾ la di.feɾˈen.θja/
Η έκφραση "partir la diferencia" χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να περιγράψει τη διαδικασία επίτευξης συμβιβασμού ή συμφωνίας μεταξύ δύο μερών. Χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικές συζητήσεις και διαπραγματεύσεις, ειδικά όταν δύο πλευρές έχουν διαφορετικές απόψεις ή θέσεις. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή σε προφορικά και γραπτά κείμενα, κυρίως σε καταστάσεις που απαιτούν διαλογική ή διαπραγμάτευση.
"Cuando hay desacuerdos, es mejor partir la diferencia."
"Όταν υπάρχουν διαφωνίες, είναι καλύτερο να χωρίσουμε τη διαφορά."
"Ellos decidieron partir la diferencia para llegar a un acuerdo."
"Αυτοί αποφάσισαν να μοιράσουν τη διαφορά για να φτάσουν σε μια συμφωνία."
Η φράση "partir la diferencia" χρησιμοποιείται ευρέως σε ποικίλες ιδιωματικές φράσεις στις ισπανικές γλώσσες. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
"Si no llegamos a un acuerdo, debemos partir la diferencia."
"Αν δεν φτάσουμε σε συμφωνία, πρέπει να χωρίσουμε τη διαφορά."
"Para resolver conflictos, a veces hay que partir la diferencia."
"Για να λύσουμε συγκρούσεις, μερικές φορές πρέπει να μοιράσουμε τη διαφορά."
"El abogado sugirió que partiéramos la diferencia en los términos del contrato."
"Ο δικηγόρος πρότεινε να χωρίσουμε τη διαφορά στους όρους της σύμβασης."
Η φράση προέρχεται από τα ισπανικά, όπου το "partir" σημαίνει "να χωρίζω" ή "να μοιράζω" και "diferencia" σημαίνει "διαφορά". Συνδυάζει έτσι αυτές τις έννοιες για να δημιουργήσει μια μεταφορική έννοια του συμβιβασμού.
Συνώνυμα: - Hacer un compromiso (κάνω μια συμφωνία) - Compensar (αντιστάθμισμα)
Αντώνυμα: - Imponer (επιβάλλω) - Rechazar (απορρίπτω)
Αυτή η φράση είναι πολύ χρήσιμη σε καταστάσεις διαφωνίας και διαπραγμάτευσης, καθώς προάγει τη συνεργασία και την κατανόηση μεταξύ των πλευρών.