Το "partirse" είναι ρήμα.
/paɾˈtirse/
Το "partirse" σημαίνει να σπάει, να χωρίζεται ή να κόβεται, και χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Στην καθημερινή γλώσσα, περιγράφει φυσικές αλλαγές ή διαχωρισμούς, όπως όταν κάτι ξεκινά να σπάει ή να χωρίζεται σε κομμάτια.
Η συχνότητα χρήσης του είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται σε πληθώρα περιπτώσεων, ιδίως σε κοινωνικές ή τεχνικές συζητήσεις.
Me partí la pierna jugando al fútbol.
(Έσπασα το πόδι μου παίζοντας ποδόσφαιρο.)
Es mejor partirse el pastel en ocho trozos.
(Είναι καλύτερα να κόψουμε την τούρτα σε οκτώ κομμάτια.)
El camino se parte en dos direcciones.
(Ο δρόμος χωρίζεται σε δύο κατευθύνσεις.)
Το "partirse" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Estaba tan divertido que me partí de risa.
(Ήταν τόσο διασκεδαστικό που έσπασα από τα γέλια.)
Partirse el alma
(Να σπάσει η ψυχή.)
Me partí el alma al ver lo que le pasó.
(Έσπασα την ψυχή μου όταν είδα τι του συνέβη.)
Partirse la cabeza
(Να σπάσει το κεφάλι.)
Tuve que partirme la cabeza para resolver el problema.
(Έπρεπε να σπάσω το κεφάλι μου για να λύσω το πρόβλημα.)
Partirse a alguien en dos
(Να κόψει κάποιον στα δύο.)
Το "partirse" προέρχεται από το λατινικό "partire", που σημαίνει "χωρίζω" ή "διαχωρίζω".
Συνώνυμα: - romperse (να σπάσει) - dividirse (να διαιρεθεί)
Αντώνυμα: - unirse (να ενωθεί) - juntar (να συγκεντρώσει)