Το "pasador" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική του μεταγραφή στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι: /paˈsaðoɾ/.
Η λέξη "pasador" χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς. Στον γενικό λόγο, μπορεί να αναφέρεται σε εργαλεία ή αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για μεταφορά. Στο νομικό πλαίσιο, συνδέεται με έγγραφα ή αδεια, όπως το διαβατήριο. Στον τεχνικό και ναυτικό τομέα, αναφέρεται σε συσκευές ή εξαρτήματα για ασφαλή μεταφορά φορτίων. Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια, με περισσότερη χρήση στον προφορικό λόγο.
"Ο καρφί χρησιμοποιείται για να ασφαλίσει το φορτίο σε ένα πλοίο."
"Necesito un pasador para completar mi trámite de pasaporte."
"Χρειάζομαι ένα διαβατήριο για να ολοκληρώσω τη διαδικασία του διαβατηρίου."
"El pasador de la puerta está roto y necesita ser reemplazado."
"Διαβατήρι της αλήθειας."
"Hacer un pasador de algo."
"Να κάνεις διάβαση για κάτι."
"Ser un pasador en el mundo legal."
Η λέξη "pasador" προέρχεται από το ρήμα "pasar," που σημαίνει "περνάω" ή "διαβαίνω," και ο σχηματισμός με το κατάληξη "-dor" δηλώνει ένα εργαλείο ή ένα άτομο που εκτελεί τη δράση.
Συνώνυμα: - Sostenedor (υποστηρικτής) - Sujetador (κρατητής)
Αντώνυμα: - Aflojador (χαλαρωτής) - Desatornillador (ξεβίδωτης)
Αυτή είναι η ανάλυση της λέξης "pasador" και οι διάφορες πτυχές της όπως ζητήθηκε.