Pasajero είναι ουσιαστικό και επίθετο στα Ισπανικά.
/pasaˈxeɾo/
Η λέξη pasajero χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που ταξιδεύει σε κάποιο μέσο μεταφοράς, όπως ένα πλοίο, ένα αεροπλάνο ή ένα αυτοκίνητο. Στον γενικότερο λόγο, μπορεί επίσης να αναφέρεται και σε κάποιον που συμμετέχει σε μια διαδικασία ή κατάσταση χωρίς να είναι άμεσα εμπλεκόμενος.
Η χρήση της λέξης είναι συχνή και στα δύο (προφορικό και γραπτό) πλαίσια, ιδιαίτερα σε περιβάλλοντα που αφορούν τις μεταφορές και τα ταξίδια.
El pasajero olvidó su maleta en el autobús.
Ο επιβάτης ξέχασε την βαλίτσα του στο λεωφορείο.
Cada pasajero debe presentar su boleto antes de abordar.
Κάθε επιβάτης πρέπει να παρουσιαστεί το εισιτήριό του πριν μπεί στην πτήση.
La compañía de avión ofrece servicios de lujo para los pasajeros.
Η αεροπορική εταιρεία προσφέρει πολυτελείς υπηρεσίες για τους επιβάτες.
Η λέξη pasajero χρησιμοποιείται συχνά και σε ιδιωματικές εκφράσεις:
Pasajero de la vida
Αναφέρεται σε κάποιον που επιπλέει στη ζωή χωρίς να έχει σαφή κατεύθυνση.
Ο καθένας από εμάς es un pasajero de la vida.
Ο καθένας μας είναι ένας επιβάτης της ζωής.
Pasajero temporal
Κάποιος ή κάτι που είναι προσωρινό.
El tiempo es solo un pasajero temporal en nuestras vidas.
Ο χρόνος είναι απλά ένας προσωρινός επιβάτης στη ζωή μας.
Pasajero del destino
Αυτοί που παραδίδονται στους κραδασμούς της τύχης.
A veces somos solo pasajeros del destino, sin poder controlar nada.
Μερικές φορές είμαστε μόνο επιβάτες της μοίρας, χωρίς να μπορούμε να ελέγξουμε τίποτα.
Η λέξη pasajero προέρχεται από το λατινικό ρήμα passare, που σημαίνει "να περάσει". Αυτό το ρήμα σχετίζεται με την έννοια της διέλευσης ή της κίνησης.
Συνώνυμα: - viajero (ταξιδιώτης) - tripulante (μέλος πληρώματος)
Αντώνυμα: - conductor (οδηγός) - encargado (υπεύθυνος)