Ρήμα (υποκείμενο: η λέξη είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους).
/pɛ'sante/
Η λέξη "pasante" αναφέρεται κυρίως σε κάποιον που είναι υποψήφιος ή που διανύει μια περίοδο μαθητείας ή πρακτικής άσκησης, συχνά σε νομικούς τομείς. Χρησιμοποιείται σε νομικά πλαίσια για να περιγράψει ένα άτομο που έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του, αλλά δεν έχει ολοκληρώσει την απαραίτητη πρακτική εκπαίδευση για να γίνει δικηγόρος. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο.
Ο υποψήφιος πρέπει να ολοκληρώσει μια περίοδο πρακτικής άσκησης πριν γίνει δικηγόρος.
Muchos pasantes trabajan durante el verano para adquirir experiencia.
Está de pasante en una prestigiosa firma de abogados.
Pasante de honor: Εξετάζει σε διαγωνισμούς ή εκδηλώσεις.
Ella fue reconocida como pasante de honor en la conferencia.
Conviértete en pasante: Πρόσκληση για να ξεκινήσει κάποιος μια πρακτική.
Η λέξη "pasante" προέρχεται από το ρήμα "pasar", που σημαίνει να περάσει ή να διασχίσει. Στο νομικό πλαίσιο, αναφέρεται στο άτομο που περνά από τη διαδικασία της εκπαίδευσης.
Interno (ασκούμενος)
Αντώνυμα: