Pasaporte είναι ένα ουσιαστικό.
/pasaporte/
Η λέξη pasaporte αναφέρεται σε ένα επίσημο έγγραφο που εκδίδεται από μια χώρα και επιτρέπει σε ένα άτομο να ταξιδεύει σε άλλες χώρες. Χρησιμοποιείται συχνά στη νομική και ταξιδιωτική γλώσσα.
Χρήση στη γλώσσα Ισπανικά: Η λέξη χρησιμοποιείται καθημερινά και σε διάφορα πλαίσια, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Ωστόσο, είναι πιο συχνή σε γραπτές αναφορές όπως ταξιδιωτικά έγγραφα.
Χρειάζομαι να ανανεώσω το διαβατήριό μου πριν από το ταξίδι.
El pasaporte es un documento esencial para viajar al extranjero.
Το διαβατήριο είναι ένα απαραίτητο έγγραφο για να ταξιδέψει κανείς στο εξωτερικό.
¿Dónde guardas tu pasaporte cuando viajas?
Αυτή η έκφραση σημαίνει ότι το διαβατήριο είναι έγκυρο και ανανεωμένο.
Pasaporte europeo.
Αναφέρεται σε διαβατήρια που εκδίδονται από χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιτρέποντας ελεύθερη κυκλοφορία.
Pasaporte sanitario.
Η λέξη προέρχεται από τα ισπανικά "pasar" που σημαίνει "να περάσει" και "porte" που σημαίνει "έγγραφο" ή "φορέας". Έτσι, κυριολεκτικά σημαίνει "έγγραφο που επιτρέπει τη διασχίσει".
Documento de identidad (πιστοποιητικό ταυτότητας)
Αντώνυμα:
Αυτές οι λέξεις βρίσκονται πιο κοντά στη νομική γλώσσα και λιγότερο στην καθημερινή χρήση.