pasaporte - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

pasaporte (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Pasaporte είναι ένα ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/pasaporte/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη pasaporte αναφέρεται σε ένα επίσημο έγγραφο που εκδίδεται από μια χώρα και επιτρέπει σε ένα άτομο να ταξιδεύει σε άλλες χώρες. Χρησιμοποιείται συχνά στη νομική και ταξιδιωτική γλώσσα.

Χρήση στη γλώσσα Ισπανικά: Η λέξη χρησιμοποιείται καθημερινά και σε διάφορα πλαίσια, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Ωστόσο, είναι πιο συχνή σε γραπτές αναφορές όπως ταξιδιωτικά έγγραφα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Necesito renovar mi pasaporte antes de viajar.
  2. Χρειάζομαι να ανανεώσω το διαβατήριό μου πριν από το ταξίδι.

  3. El pasaporte es un documento esencial para viajar al extranjero.

  4. Το διαβατήριο είναι ένα απαραίτητο έγγραφο για να ταξιδέψει κανείς στο εξωτερικό.

  5. ¿Dónde guardas tu pasaporte cuando viajas?

  6. Πού φυλάσσεις το διαβατήριό σου όταν ταξιδεύεις;

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "pasaporte"

  1. Tener el pasaporte al día.
  2. Να έχεις το διαβατήριο ενημερωμένο.
  3. Αυτή η έκφραση σημαίνει ότι το διαβατήριο είναι έγκυρο και ανανεωμένο.

  4. Pasaporte europeo.

  5. Ευρωπαϊκό διαβατήριο.
  6. Αναφέρεται σε διαβατήρια που εκδίδονται από χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιτρέποντας ελεύθερη κυκλοφορία.

  7. Pasaporte sanitario.

  8. Υγειονομικό διαβατήριο.
  9. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία ή έγγραφο που επιβεβαιώνει την υγειονομική κατάσταση κάποιου, π.χ. εμβολιασμός.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη προέρχεται από τα ισπανικά "pasar" που σημαίνει "να περάσει" και "porte" που σημαίνει "έγγραφο" ή "φορέας". Έτσι, κυριολεκτικά σημαίνει "έγγραφο που επιτρέπει τη διασχίσει".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Αυτές οι λέξεις βρίσκονται πιο κοντά στη νομική γλώσσα και λιγότερο στην καθημερινή χρήση.



23-07-2024