pasar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Μέρος του λόγου
Η λέξη "pasar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "pasar" στην διεθνή φωνητική αλφάβητο (IPA) είναι: /paˈsaɾ/.
Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό
περνάω
συμβαίνω
μεταφέρω
περνάω μέσα από
Σημασία της λέξης
Η λέξη "pasar" στα ισπανικά έχει αρκετές σημασίες και χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια:
- Περνάω ή να περάσει κάτι.
- Για να αναφερθεί σε γεγονότα ή καταστάσεις που συμβαίνουν.
- Μεταφορά ή μετάβαση από ένα σημείο σε άλλο.
Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται εξίσου στον προφορικό και γραπτό λόγο.
Παραδειγματικές προτάσεις
Tengo que pasar por la tienda después del trabajo.
Πρέπει να περάσω από το κατάστημα μετά τη δουλειά.
Me gustaría pasar más tiempo con mis amigos.
Θα ήθελα να περάσω περισσότερο χρόνο με τους φίλους μου.
¿Qué va a pasar en la reunión de mañana?
Τι θα συμβεί στη συνάντηση αύριο;
Ιδιωματικές εκφράσεις
Η λέξη "pasar" είναι επίσης μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων στα ισπανικά:
Pasar la página
Μετάφραση: Να γυρίσεις σελίδα
Χρήση: σημαίνει να προχωρήσεις από ένα παρελθόν ή μια δύσκολη κατάσταση.
Ejemplo: Necesito pasar la página sobre mi última relación.
Πρέπει να γυρίσω σελίδα σχετικά με την τελευταία μου σχέση.
Pasar el tiempo
Μετάφραση: Να περνάς τον χρόνο
Χρήση: αναφέρεται στον τρόπο που κάποιος επενδύει τον χρόνο του.
Ejemplo: Me gusta pasar el tiempo leyendo libros.
Μου αρέσει να περνάω τον χρόνο μου διαβάζοντας βιβλία.
Pasar de largo
Μετάφραση: Να περάσεις αδιάφορα
Χρήση: σημαίνει να αγνοήσεις κάτι ή να μην το προσέξεις.
Ejemplo: No puedes pasar de largo a los problemas de tu comunidad.
Δεν μπορείς να αγνοήσεις τα προβλήματα της κοινότητας σου.
Ετυμολογία
Η λέξη "pasar" προέρχεται από το λατινικό "passare", το οποίο σημαίνει "περνώ" ή "παρελθόν".