Το "pasarse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /paˈsaɾ.se/
Το "pasarse" σημαίνει κυριολεκτικά να περάσει κανείς κάποιο όριο ή να υπερβεί κάτι. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες καταστάσεις, όπως για την αναφορά σε κάποιον που έχει καταναλώσει υπερβολικά ή έχει παραβιάσει έναν κανόνα. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα, με μέτρια συχνότητα.
"Ayer me pasé con la comida y ahora me siento mal."
(Χθες υπερβαίνω με το φαγητό και τώρα αισθάνομαι άσχημα.)
"No te pases de la raya; hay límites que no debes cruzar."
(Μην υπερβείς την γραμμή; Υπάρχουν όρια που δεν πρέπει να διασχίσεις.)
Η λέξη "pasarse" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
"Pasarse de la raya."
(Να υπερβείς το όριο.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος παραβιάζει ένα αποδεκτό όριο.
"No te pases de listo."
(Μην προσπαθήσεις να κάνεις τον έξυπνο.)
Αναφέρεται σε κάποιον που προσπαθεί να ξεγελάσει ή να εκμεταλλευτεί τους άλλους.
"Se pasó de copas."
(Υπερβάλει με τα ποτά.)
Αναφέρεται σε κάποιον που έχει πιει πολύ αλκοόλ.
"No te pases con las críticas."
(Μην γίνεσαι υπερβολικός με τις κριτικές.)
Υπογένει μια προειδοποίηση να μην είναι κάποιος πολύ αυστηρός στις κριτικές του.
"Se pasó con el sarcasmo."
(Υπερβάλει με τον σαρκασμό.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος είναι υπερβολικά σαρκαστικός.
Η λέξη "pasarse" προέρχεται από το ρήμα "pasar" που σημαίνει "να περάσει". Το "se" υποδηλώνει μια ανακλαστική δράση, ήτοι ότι ο υποκείμενος αναλαμβάνει δράση για τον εαυτό του.
Η λέξη "pasarse" έχει ποικιλία χρήσεων στην ισπανική γλώσσα και αποτελεί σημαντικό κομμάτι της καθημερινής ιδιωματικής ομιλίας.