Η λέξη "pasativa" είναι επίθετο.
/pasaˈtiva/
Η λέξη "pasativa" αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με την παθητικότητα ή την κατάσταση να είναι παθητικός. Στη γλώσσα των γλωσσικών σπουδών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη "παθητική φωνή", που είναι μια γλωσσική δομή όπου το υποκείμενο δέχεται την ενέργεια του ρήματος αντί να την ενεργεί.
Η λέξη "pasativa" χρησιμοποιείται αρκετά συχνά στον γραπτό λόγο, ιδίως σε ακαδημαϊκά και γλωσσολογικά κείμενα, καθώς και σε μαθήματα ισπανικών.
La voz pasativa se utiliza para enfatizar la acción en lugar del sujeto.
(Η παθητική φωνή χρησιμοποιείται για να τονίσει τη δράση αντί για το υποκείμενο.)
En gramática, la forma pasativa es fundamental para entender ciertas construcciones.
(Στη γραμματική, η παθητική μορφή είναι θεμελιώδης για να κατανοήσουμε ορισμένες κατασκευές.)
Los estudiantes deben aprender a identificar las oraciones pasativas.
(Οι μαθητές πρέπει να μάθουν να αναγνωρίζουν τις παθητικές προτάσεις.)
Estar en la voz pasativa no siempre es negativo, a veces es necesario.
(Το να είσαι στην παθητική φωνή δεν είναι πάντα αρνητικό, μερικές φορές είναι απαραίτητο.)
La literatura a menudo utiliza la forma pasativa para crear un efecto de distanciamiento.
(Η λογοτεχνία συχνά χρησιμοποιεί την παθητική μορφή για να δημιουργήσει ένα αποτέλεσμα απομάκρυνσης.)
No hay que temer a lo pasativo en una conversación; a veces puede ser eficaz.
(Δεν πρέπει να φοβάστε το παθητικό σε μια συνομιλία; Μερικές φορές μπορεί να είναι αποτελεσματικό.)
Η λέξη "pasativa" προέρχεται από τον λατινικό όρο "passivus", που σημαίνει "παθητικός".
Η λέξη "pasativa" έχει ιδιαίτερη σημασία στη γλωσσολογία και τη γραμματική, και παίζει σημαντικό ρόλο στην κατανόηση της δομής της γλώσσας και της επικοινωνίας.