Η λέξη "pase" είναι ουσιαστικό.
/pase/
Στα Ισπανικά, η λέξη "pase" μπορεί να αναφέρεται σε μια κατάσταση, που αφορά την άδεια ή τη δυνατότητα για πρόσβαση σε ένα χώρο ή ένα γεγονός. Χρησιμοποιείται επίσης για να δείξει μια ειδική εκδρομή ή πέρασμα. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό και προφορικό λόγο, ειδικά σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με νόμους, αθλητισμό και εκδηλώσεις.
Χρειάζομαι μια άδεια για να μπω στη συναυλία.
El pase de autobús se puede comprar en la estación.
Η λέξη "pase" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Να δώσω μια άδεια (χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε χώρο ή να δώσει σε κάποιον τη δυνατότητα πρόσβασης).
Pase lo que pase.
Ό,τι και να γίνει.
Hacer un pase.
Αν έχεις μια άδεια, μπορείς να μπεις χωρίς προβλήματα.
Pase lo que pase, siempre estaré contigo.
Η λέξη "pase" προέρχεται από το ρήμα "pasar", που σημαίνει "περνώ" ή "διασχίζω".
Συνώνυμα: - permiso (άδεια) - acceso (πρόσβαση) - boleto (εισιτήριο)
Αντώνυμα: - prohibición (απαγόρευση) - restricción (περιορισμός) - exclusión (αποκλεισμός)