Pasillo είναι ουσιαστικό.
/paˈsi.ʎo/
Η λέξη "pasillo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν στενό χώρο ή διάδρομο, όπου οι άνθρωποι μπορούν να περπατούν. Είναι συχνά συνδεδεμένος με εσωτερικούς χώρους, όπως σπίτια, γραφεία ή δημόσιες εγκαταστάσεις. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, και έχει σημαντική συχνότητα χρήσης σε καθημερινές συνομιλίες.
Παραδείγματα:
- El pasillo de la escuela es muy largo.
Ο διάδρομος του σχολείου είναι πολύ μακρύς.
Η λέξη "pasillo" δεν είναι κοινή σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες κοινές φράσεις που σχετίζονται με την καθημερινότητα.
Παραδείγματα:
- Estar en el pasillo de la vida.
Να βρίσκεσαι στον διάδρομο της ζωής. (Αναφέρεται στην περίοδο μετάβασης ή επανεξέτασης.)
Pasar por un pasillo oscuro.
Να περάσεις από ένα σκοτεινό διάδρομο. (Οπτική μεταφορά για δύσκολες εποχές.)
Conocer a alguien en el pasillo.
Να γνωρίσεις κάποιον στον διάδρομο. (Σημαίνει να συναντήσεις κάποιον τυχαία.)
Η λέξη "pasillo" προέρχεται από το λατινικό "passilium", το οποίο συνδέεται με το ρήμα "passare", που σημαίνει "να περπατάω" ή "να διασχίζω".
Συνώνυμα: - corredor (διάδρομος) - túnel (τούνελ) - σε κάποιες περιπτώσεις
Αντώνυμα: - cuarto (δωμάτιο) - καθώς ένα δωμάτιο είναι χωρισμένος χώρος.
Αυτές οι πληροφορίες είναι χρήσιμες για κατανόηση της λέξης "pasillo" στον ισπανικό λόγο.